Ο Χρήστος Λουιζίδης, το παστίτσιο μετά τη θάλασσα και happy ending με δροσερό καρπούζι
The Summer Times
Στην καρδιά της Βουλιαγμένης, ακριβώς πάνω από την πλατεία, μια οικογενειακή ταβέρνα κρατά ζωντανή την ελληνική παράδοση και αναδεικνύει τη ζεστασιά της ελληνικής φιλοξενίας. Ο «Λουιζίδης» είναι ένα μέρος όπου Έλληνες και ξένοι ανακαλύπτουν τις αυθεντικές εικόνες και γεύσεις της Ελλάδας -ένα καλωσόρισμα με αρώματα σπιτικού φαγητού και ζεστά χαμόγελα.
- 24/06/2025
- Κείμενο: Αλεξία Ζερβούδη
- Φωτογραφίες: Λεωνίδας Τούμπανος
Η κοσμοπολίτικη σήμερα Βουλιαγμένη ήταν κάποτε ψαροχώρι κι αν κάτι έχει μείνει να θυμίζει τα παλιά, αυτό είναι η ταβέρνα του Λουιζίδη. Είναι το μέρος, όπου μετά τις βουτιές στη θάλασσα, θα καθίσεις με την παρέα σου να φας παραδοσιακό ελληνικό φαγητό, ή ένα φρέσκο ψαράκι. Αφανής ήρωας, ο Χρήστος Λουιζίδης, που αν και σπάνια θα βγει από την κουζίνα του, φροντίζει να σου σερβίρει φαγητό που όχι απλά θυμίζει το φαγητό της γιαγιάς σου, αλλά που πράγματι είναι από συνταγές της δικής του γιαγιάς. Ο πατέρας του, Άκης, και ο θείος του, Γιώργος, θα βγουν να σε καλωσορίσουν με χαμόγελο, χωρίς ποτέ να αντιληφθείς κούραση ή βιάση. Νιώθεις ήδη σαν το σπίτι σου… και πού να σου πω και τη συνέχεια.
Είναι εντυπωσιακό, πως σε καθημερινή βάση θα βρεις όλα τα σπιτικά φαγητά – αρκεί να φτάσεις εγκαίρως, διότι γίνονται ανάρπαστα. Σάββατο και Κυριακή, μετά τη θάλασσα, γίνεται το αδιαχώρητο. «Το καλοκαίρι μαγειρεύουμε και πρωί και απόγευμα. Παρότι μαγειρεύουμε δύο φορές, το πιθανότερο είναι ότι στις 22:00 δεν θα βρεις μουσακά, ούτε κοτόπουλο λεμονάτο», αστειεύεται ο Χρήστος.
Ο Χρήστος είναι πράος, με χαρακτηριστικό καθαρό βλέμμα, ήρεμη φωνή. Ταπεινός, μετρημένος, λακωνικός, όταν του είπα πως θέλουμε μια συνέντευξη από τους ήρωες του καλοκαιριού, απάντησε ευγενικά, «εγώ δεν είμαι ήρωας». Όμως για εμάς, είναι ξεκάθαρα ένας από αυτούς, γιατί έχει όλα τα χαρακτηριστικά του: Με την τέχνη του, προσφέρει απλόχερα αγάπη στον κόσμο, δουλεύει με μόνο τρεις ημέρες ρεπό όλο το καλοκαίρι, κάνει υπερήφανη την οικογένειά του, μπορεί να είναι αφεντικό χωρίς να φωνάζει και, όλα αυτά, τα κάνει με έναν τρόπο, σα να είναι το πιο απλό πράγμα στον κόσμο.
Όλα τα μυστικά της κουζίνας εμπιστεύτηκε η γιαγιά Αθηνά στον εγγονό της. Αλλά δεν είναι μόνο οι συνταγές που του κληροδότησε, είναι κι η αγάπη για την παράδοση, η προσοχή στην ποιότητα και η αξία της οικογένειας.
«Το μαγαζί άνοιξε το 1967, από τον παππού και τη γιαγιά μου. Η γιαγιά μου μαγείρευε και ο πατέρας και ο θείος μου περνούσαν τα καλοκαίρια βοηθώντας στην ταβέρνα. Εκεί που έπαιζαν μπάσκετ, κατέβαινε η γιαγιά και τους έπαιρνε από το αυτί και τους έφερνε στο μαγαζί. Εγώ δεν πέρασα έτσι σαν παιδί, έπαιζα πόλο, τα καλοκαίρια ήμουν στην πισίνα, στις προπονήσεις μου. Και δεν είχα σκοπό να έρθω εδώ να εργαστώ, δεν το είχα καθόλου στο μυαλό μου. Αν και σκεφτόμουν το επαγγελματικό πόλο, τελικά αποφάσισα να σπουδάσω μαγειρική. Την πρώτη χρονιά στη σχολή κατάλαβα τι σημαίνει μαγειρική. Δούλεψα σε ένα πεντάστερο ξενοδοχείο κι εκεί την ερωτεύτηκα. Όμως ακόμα και τότε, δεν είχα σκοπό να έρθω εδώ. Οι γονείς μου δεν ήθελαν να ασχοληθώ, ακόμη κι η γιαγιά, κάποια στιγμή είπε πως είναι η χειρότερη δουλειά που μπορεί κανείς να κάνει. Όμως ξέρεις κάτι; Το πόλο με βοήθησε σε αυτό που κάνω τώρα. Μου έμαθε πειθαρχία, μου έμαθε πώς να δουλεύω μέσα σε ομάδα… Και φυσικά πώς να διαχειρίζομαι την ένταση με τον προπονητή – στην ταβέρνα αυτός είναι ο πατέρας μου».
Μετά την περιήγησή του σε ξενοδοχεία και σε άλλα εστιατόρια, η καρδιά του Χρήστου τον οδήγησε στην οικογενειακή τους ταβέρνα. «Η γιαγιά ήταν ακόμα εδώ όταν ξεκίνησα, δεν μαγείρευε πια, αλλά επέβλεπε… Τη ρωτούσα πράγματα, μου έλεγε. Οι συνταγές προέκυψαν κυρίως από ερωτήσεις που έκανα και από πληροφορίες που πήρα από τον θείο και τον πατέρα μου. Εκείνοι δεν μαγειρεύουν, αλλά γνωρίζουν πολλά. Μάζευα τις πληροφορίες, έγραφα τις συνταγές και συνεχίζω μέχρι σήμερα να τις εκτελώ, όπως εκείνη. Έφυγε από τη ζωή πέντε-έξι μήνες αφότου σταμάτησε πια να έρχεται στην κουζίνα της. Ήταν πια πολύ μεγάλη…».
Όπως αφηγείται ο ίδιος, το καλοκαίρι, η πλειοψηφία των πελατών είναι ξένοι επισκέπτες, που αν και έρχονται για λίγες ημέρες μόνο, επιστρέφουν στον Λουιζίδη ξανά και ξανά, για να δοκιμάσουν κι άλλα πιάτα. «Την πρώτη φορά έρχονται για τα μαγειρευτά. Τη δεύτερη φορά, συνήθως θα πάρουν ένα φρέσκο ψάρι. Η Βουλιαγμένη, μόνο ψαροχώρι δεν είναι πια. Είναι δύσκολο το φρέσκο ψάρι, αλλά το βρίσκουμε. Πρέπει να υπάρχει μεγάλη ποσότητα για να καλύψουμε τις ανάγκες του μαγαζιού. Εμένα μου αρέσουν πολύ τα θαλασσινά. Αλλά το αγαπημένο μου φαγητό είναι το παστίτσιο».
Μουσακά, μελιτζάνα στο φούρνο, παστίτσιο, μοσχαράκι κοκκινιστό, είναι τα πιάτα που αγαπούν ιδιαίτερα οι ξένοι. «Υπάρχουν όλα τα μαγειρευτά μας, κάθε ημέρα. Μας προτιμούν για την ποιότητα και τους αρέσει το παραδοσιακό στυλ και που είμαστε 60 χρόνια μαγαζί. Το καλοκαίρι δουλεύουμε σχεδόν αποκλειστικά με ξένους. Γενικά, το καλοκαίρι είναι κουραστικό για εμάς, σωματικά και ψυχολογικά, γιατί σερβίρεις σε μια ημέρα 800 ή 900 άτομα, μπορεί και παραπάνω. Αλλά το αγαπάμε, το πονάμε, το κάνουμε με κέφι. Έτσι είναι όταν κάτι είναι δικό σου».
«Όταν τελειώνεις το βράδυ λες “Δόξα τω Θεώ έχω δουλειά”. Με στεναχωρεί όταν ακούω άλλους, φίλους, συναδέλφους, να μην έχουν δουλειά ή να αναγκάζονται να κλείσουν τα μαγαζιά τους».
«Το χειμώνα έχουμε σταθερούς πελάτες, σχεδόν σε καθημερινή βάση. Προσπαθούμε να κρατάμε την ποιότητα, παρότι οι πρώτες ύλες ανεβαίνουν. Η ποιότητα δεν πέφτει και το καταλαβαίνει ο κόσμος, γι’ αυτό και συνεχίζουμε να έχουμε δουλειά. Επίσης το χειμώνα, δουλεύει καλά για εμάς το delivery. Το είχαμε ξεκινήσει πριν τον Κορωνοιό. Οι πλατφόρμες βοηθούν πολύ, αλλά δεχόμαστε και τηλεφωνικές παραγγελίες. Υπάρχουν μεγάλοι άνθρωποι που δεν είναι εξοικειωμένοι με τις πλατφόρμες. Επίσης, έχουμε θαμώνες που μπορεί να εργάζονται εδώ κοντά και σταματούν το μεσημέρι, για να έρθουν μισή ώρα να φάνε κάτι και να γυρίσουν στη δουλειά τους. Έρχονται άνθρωποι, που πίσω στο σπίτι τους μπορεί να έχουν μέχρι και μάγειρες. Αλλά θα έρθουν εδώ, σταθερά»,
«Αγαπάνε πολύ τον πατέρα μου, παίρνει τα παιδάκια αγκαλιά, βγαίνει έξω να τους χαιρετίσει όλους, θα μιλήσει με όλους. Προσπαθώ κι εγώ να βγαίνω από την κουζίνα να γνωρίσω τον κόσμο, να χαιρετίσω, γιατί τελικά, τους νιώθεις δικούς σου ανθρώπους. Αν δεν ήταν ο πατέρας και ο θείος μου δεν θα υπήρχε μαγαζί. Έρχεται κόσμος κι αν δεν δουν τον πατέρα μου ρωτάνε “Πού είναι ο Άκης;”, τον ψάχνουν. Αυτό που κάνει ο πατέρας μου δεν το καταλάβαινα στην αρχή. Πραγματικά, κάποιοι έρχονται για τον Άκη και το Γιώργο, τους το δίνω. Είναι φοβερό».
Ο Χρήστος, εκτός από την οικογενειακή ταβέρνα που έχει αναλάβει τα τελευταία χρόνια, εργάζεται και ως private chef σε σπίτια. «Εκεί δημιουργώ πιο ελεύθερα. Κι εδώ, προσθέτω πράγματα, αλλά το φαγητό παραμένει παραδοσιακό κι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει. Ούτε το στυλ ταβέρνας. Αυτοί που έρχονται, έρχονται ακριβώς για αυτό που βρίσκουν εδώ, ανεξάρτητα με το πώς εξελίσσεται η τοποθεσία “Βουλιαγμένη”. Υπάρχουν βεβαίως και πολλοί που προτιμούν εστιατόρια με νέα ελληνική κουζίνα, πιο Instagrammable. Κι εγώ έχω δοκιμάσει αποδομημένο παστίτσιο με ιταλικά μακαρόνια. Είναι ωραίο, αλλά δεν ταιριάζει σε εμάς και δεν θα το κάνω ποτέ».
Αν και μεγάλη οικογένεια, και παρά τις εντάσεις που φέρνει η καθημερινότητα στη δουλειά, στο τέλος της ημέρας κάθονται όλοι μαζί σε ένα τραπέζι για να φάνε. «Σε καθημερινή βάση θα τσακωθούμε για θέματα του μαγαζιού, έτσι είναι όταν δουλεύεις με την οικογένειά σου. Όμως το βράδυ είμαστε αγαπημένοι και τρώμε όλοι μαζί στο ίδιο τραπέζι, αυτό, το έχουμε κρατήσει. Το οικογενειακό τραπέζι μας γίνεται εδώ, στο μαγαζί. Σπίτι μας τρώμε μόνο Πρωτοχρονιά και Κυριακή του Πάσχα, οι μόνες δύο μέρες του χρόνου που κλείνουμε. Δεν είμαστε η οικογένεια που μαζεύεται μόνο την Κυριακή. Το να καθίσουμε όλοι μαζί να φάμε – κι είμαστε μεγάλη οικογένεια – είναι κάτι που γίνεται δύο -τρεις φορές την εβδομάδα. Ποιος άλλος έχει την τύχη να το κάνει αυτό. Είμαστε αγαπημένοι, γιατί έτσι μας μάθανε».
Η αγάπη φαίνεται να παίζει σπουδαίο ρόλο και στη μαγειρική. Ως μάγειρας, ο Χρήστος πιστεύει ότι το μυστικό σε μια επιτυχημένη συνταγή, είναι η διάθεση του μάγειρα, τη στιγμή που θα μαγειρέψει κάτι. Θεωρεί, πως ακόμη και την ίδια συνταγή να εκτελούν δέκα μάγειρες, θα υπάρχει σίγουρα διαφορά στο αποτέλεσμα, λόγω mood. «Πρέπει να το αγαπάς, να θες και το κάνεις, τότε βγαίνει νόστιμο. Αυτό που λένε “βάζεις αγάπη στο φαγητό”, ισχύει. Εγώ μαγειρεύω γιατί μου αρέσει. Μου αρέσει η μυρωδιά που βγαίνει από το φαγητό εκείνη τη στιγμή, είναι κάτι που με γεμίζει. Όταν πρωτοξεκίνησα να μαγειρεύω, θυμάμαι να βγάζω το παστίτσιο από το φούρνο και μυρίζοντάς το, θυμήθηκα την άλλη μου γιαγιά που επίσης το μαγείρευε κι ένιωσα μεγάλη συγκίνηση».
Καθόμασταν σε ένα ακριανό τραπέζι και καθώς η ώρα περνούσε, το μαγαζί γέμιζε. Εκείνη τη στιγμή, που είχαν τελειώσει οι ερωτήσεις, είδα να προσφέρουν καρπούζι σε ένα τραπέζι που είχαν τελειώσει με το φαγητό. «Να σε ρωτήσω κάτι ακόμα», του λέω. «Γιατί το καρπούζι στις ταβέρνες είναι τόσο νόστιμο; Και γενικά, γιατί καρπούζι;». Ο Χρήστος γέλασε. «Γιατί το καλύτερο καρπούζι είναι το κερασμένο. Το κέρασμα στο τέλος, είναι κάτι που μου έμαθε ο πατέρας μου. Έρχεται κάποιος στο μαγαζί σου, σου δίνει τα λεφτά του… Πρέπει να τον ευχαριστήσεις. Το καρπούζι σημαίνει ευχαριστώ. Και είναι σημαντικό να διαλέγουμε καλά καρπούζια. Και η γιαγιά μου και ο μπαμπάς μου έψαχναν το καλύτερο καρπούζι για να ευχαριστήσουμε τους πελάτες μας».