Μπορεί να θεραπευτεί η σπαστικότητα μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο;
Ρώτα Τον Γιατρό
Η σπαστικότητα μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο μπορεί να μειωθεί σημαντικά, προσφέροντας στον ασθενή βελτίωση της κίνησης και της ανεξαρτησίας του και καλυτέρευση της ποιότητας ζωής του. Η Αναστασία Ντόγκα, ΜSc Φυσίατρος - Ιατρός Αποκατάστασης, εξειδικευμένη στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της εστιακής σπαστικότητας (BOTOX), εξηγεί αναλυτικά το πώς.
- 30/06/2025
- Κείμενο: Αλεξία Ζερβούδη
Το ευαίσθητο νευρικό μας σύστημα μπορεί να υποστεί σοβαρές βλάβες, έπειτα από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο. Μεταξύ των συχνότερων επιπτώσεων είναι η δυσκαμψία και οι διαταραχές στις κινητικές δεξιότητες – βλάβες που ο σύγχρονος κλάδος της Φυσιατρικής καλείται να αποκαταστήσει.
Η συχνότητα των εγκεφαλικών επεισοδίων αυξάνεται με την ηλικία και είναι συχνότερη στους άνδρες. Εκτιμάται ότι στη χώρα μας, κάθε χρόνο, περίπου 30.000 άνθρωποι παθαίνουν εγκεφαλικό. Δεν είναι μόνο η θνησιμότητα που απασχολεί τη σύγχρονη ιατρική κοινότητα, αλλά η ποιότητα ζωής που απειλείται από μακροχρόνιες αναπηρίες. Για το πώς αντιμετωπίζεται η σπαστικότητα, μας μιλά η Αναστασία Ντόγκα, ΜSc Φυσίατρος, εξειδικευμένη στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της εστιακής σπαστικότητας (BOTOX).
Τι συμβαίνει σε ένα εγκεφαλικό επεισόδιο;
Στο αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, η ροή του αίματος προς τον εγκέφαλο μειώνεται ή σταματάει. Αν δεν αποκατασταθεί γρήγορα η κυκλοφορία, τα εγκεφαλικά κύτταρα αρχίζουν να νεκρώνονται μέσα σε λίγα λεπτά. Στο 85% των επεισοδίων, έχουμε να κάνουμε με ισχαιμικό εγκεφαλικό, που συνήθως προκαλείται από την ύπαρξη θρόμβου. Το υπόλοιπο 15% αφορά σε αιμορραγικό εγκεφαλικό. Σε κάθε περίπτωση, το κάθε λεπτό μετράει, για να προλάβουμε τις σοβαρότερες βλάβες.
Πότε εμφανίζεται η σπαστικότητα και πώς γίνεται αντιληπτή;
Η σπαστικότητα είναι μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από αυξημένο μυικό τόνο και δυσκαμψία. Δεν είναι βλάβη που γίνεται άμεσα αντιληπτή, δηλαδή αφότου έχει αντιμετωπιστεί σε πρώτη φάση το εγκεφαλικό. Θα εμφανιστεί σε λίγες ημέρες, ή ακόμη και εβδομάδες μετά τη βλάβη του εγκεφάλου και αυξάνεται σταδιακά με τον χρόνο, ώσπου σταθεροποιείται, έως και 4 μήνες μετά το επεισόδιο. Επίσης, η σπαστικότητα δεν εμφανίζεται μόνο έπειτα από εγκεφαλικό, αλλά σε κάθε περίπτωση όπου υπάρχει βλάβη στο κεντρικό νευρικό σύστημα (εγκεφαλική παράλυση, σκλήρυνση κατά πλάκας, κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις).
Όταν υπάρχει βλάβη στο κεντρικό νευρικό σύστημα, η επικοινωνία μεταξύ του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού διακόπτεται. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολική ενεργοποίηση των νευρικών κυττάρων του νωτιαίου μυελού και σε ανεξέλεγκτους μυϊκούς σπασμούς. Η σπαστικότητα αυξομειώνεται κατά τη διάρκεια της ημέρας και είναι συχνά πιο έντονη κατά το πρωινό ξύπνημα. Οι ανεξέλεγκτες και υπερβολικές συσπάσεις αυτές προκαλούν σταδιακή δυσκαμψία των αρθρώσεων, που εάν δεν αντιμετωπιστεί μπορεί να χειροτερέψει, δημιουργώντας έλκη, κατακλίσεις, λοιμώξεις, κ.ά. Ο ασθενής παρουσιάζει πόνο και δυσχέρεια στις κινήσεις του, με αποτέλεσμα να γίνονται με μεγάλη δυσκολία καθημερινές, απλές πράξεις, όπως ας πούμε να πιάσει ένα αντικείμενο ή ακόμη να βαδίσει.
Μπορεί να θεραπευτεί η σπαστικότητα;
Η έγκαιρη αντιμετώπιση είναι σημαντική, ωστόσο, μιλάμε περισσότερο για έλεγχο και μείωση των συμπτωμάτων, παρά για την πλήρη εξάλειψή της. Ο στόχος της θεραπείας είναι να προλάβουμε τη μόνιμη δυσκαμψία και να βοηθήσουμε το άτομο να βελτιώσει την κινητικότητά του, να μην πονάει, να προλάβει παραμορφώσεις και γενικότερα, να έχει μια ποιότητα ζωής, με όσο το δυνατόν περισσότερη ανεξαρτησία.
Ποιες θεραπείες για τη σπαστικότητα είναι διαθέσιμες σήμερα;
Η θεραπεία πρώτης γραμμής αφορά τη φαρμακευτική αγωγή, με σκευάσματα που λαμβάνει ο ασθενής από το στόμα (Miorel®, Dantrium®, Neurontin®κ.λπ.). Η αποτελεσματικότητά τους είναι ικανοποιητική σε μετρίου βαθμού σπαστικότητα, αλλά ανεπαρκής σε σοβαρή, διάχυτη ή εστιακή σπαστικότητα, χωρίς να ξεχνάμε και τις παρενέργειες που μπορεί να έχει όπως υπνηλία, γαστρεντερικές διαταραχές ή γενικευμένη χαλάρωση.
Όταν η σπαστικότητα επηρεάζει συγκεκριμένες μυϊκές ομάδες του άνω ή του κάτω άκρου, η πιο κατάλληλη θεραπεία στην περίπτωση αυτή είναι το BOTOX (τοξίνη αλλαντίασης). Η δράση της εμποδίζει την μετάδοση των ερεθισμάτων από το νεύρο στον μυ, προκαλώντας έτσι μια τοπική και παροδική μυϊκή χαλάρωση. Μέσα σε λίγες ημέρες μειώνεται ο πόνος, η κίνηση γίνεται ευκολότερη και βελτιώνεται η λειτουργικότητα του άκρου. Ακόμα και σε μία ημιπληγία εγκατεστημένη πριν από πολλά χρόνια όπου το αποτέλεσμα όσον αφορά στην κινητικότητα δεν είναι το ίδιο, η ύφεση του πόνου και η ανακούφιση του ασθενούς είναι σημαντική. Η δράση διαρκεί αρκετούς μήνες, αλλά ανά τακτά χρονικά διαστήματα η έγχυση πρέπει να επαναλαμβάνεται. Επιπλέον, λειτουργεί καταλυτικά για τη βέλτιστη αποτελεσματικότητα των φυσικοθεραπειών.
Στις σπάνιες περιπτώσεις πολύ έντονης και διάχυτης δυσκαμψίας, που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τοξίνη αλλαντίασης ή φάρμακα από του στόματος, μπορεί να προταθεί τοποθέτηση αντλίας μπακλοφαίνης. Το φάρμακο εγχύεται απευθείας στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό, στην οσφυϊκή περιοχή. Αυτή είναι η ισχυρότερη θεραπεία για τη σπαστικότητα. Όσον αφορά τη χειρουργική αντιμετώπιση, στην περίπτωση ενοχλητικής σπαστικότητας που επηρεάζει μια συγκεκριμένη ομάδα μυών, η δυσκαμψία μπορεί να μειωθεί με μερική νευροτομή.
Ένα κρίσιμο ερώτημα είναι εάν σε όλες τις περιπτώσεις ασθενών πρέπει να μειωθεί η σπαστικότητα και η απάντηση εδώ είναι πως όχι, αφού για κάποιους ασθενής μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη. Όπως αποσαφηνίζει η κα Ντόγκα: «Αντιμετωπίζουμε μόνο τη σπαστικότητα που εμποδίζει τη λειτουργικότητα του ατόμου. Για παράδειγμα, όταν η μυϊκή ισχύς του κάτω άκρου είναι πάρα πολύ μειωμένη, τότε η σπαστικότητα μπορεί να είναι απαραίτητη για να μπορεί ο ασθενής να βαδίσει. Ως εκ τούτου, η διαχείριση της σπαστικότητας θα πρέπει να γίνεται από εξειδικευμένο Φυσίατρο και θα πρέπει να ακολουθείται από εξατομικευμένα προγράµµατα αποκατάστασης για να επιτευχθεί το μέγιστο λειτουργικό αποτέλεσμα».
Είναι επίσης σημαντικό να γίνεται αξιολόγηση και συντονισμός της διεπιστημονικής ομάδας από τον Φυσίατρο, ώστε το θεραπευτικό πλάνο μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο, να είναι κατάλληλο και εξατομικευμένο για τον κάθε ασθενή. Ο χρόνος που γίνονται οι παρεμβάσεις είναι κρίσιμος και η ενημέρωση των ασθενών και των συγγενών τους επιτακτική ανάγκη. Στη χώρα μας είναι λίγα και ιδιωτικά τα κέντρα αποκατάστασης, με αποτέλεσμα οι ασθενείς να μην έχουν πρόσβαση σε αυτά ή να μην μπορούν να ανταπεξέλθουν οικονομικά στις προτεινόμενες θεραπείες. Έτσι, η σπαστικότητα παραμένει συχνά μια «αόρατη» αλλά βαθιά επιβαρυντική κατάσταση, τόσο για τον ασθενή, όσο και για τους φροντιστές του.