Πρώτο βραβείο για την Πολύμνια Ρέγκου από το Παλαιό Φάληρο στον 14ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της UNESCO
Το 1ο Βραβείο στην κατηγορία Πεζογράφημα - Διήγημα του 14ου Διεθνούς Λογοτεχνικού Διαγωνισμού του Ομίλου UNESCO Τεχνών, Λόγου και Επιστημών Ελλάδος απέσπασε η Πολύμνια Ρέγκου από το Παλαιό Φάληρο, με το διήγημα «Βάρος στα παιδιά της…».
- 16/12/2025, 09:46
- Κείμενο: NouPou.gr
Ο Όμιλος UNESCO Τεχνών, Λόγου και Επιστημών Ελλάδος ανακοίνωσε τα αποτελέσματα του 14ου Διεθνούς Λογοτεχνικού Διαγωνισμού για το έτος 2025, ο οποίος ολοκληρώθηκε στις 18 Ιουλίου. Ο διαγωνισμός διοργανώνεται σε ετήσια βάση την τελευταία δεκαετία και έχει καθιερωθεί ως θεσμός με στόχο την ανάδειξη νέων ταλέντων στη Νέα Ελληνική Λογοτεχνία.
Οι συμμετοχές αφορούσαν τα λογοτεχνικά είδη της ποίησης, του διηγήματος, της νουβέλας, του παιδικού παραμυθιού και του παιδικού – νεανικού διηγήματος, με αριθμό συμμετοχών που ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, τόσο σε ποσοτικό όσο και σε ποιοτικό επίπεδο. Στον διαγωνισμό έλαβαν μέρος δημιουργοί από την Ελλάδα, την Κύπρο και το εξωτερικό.
Η αξιολόγηση των έργων πραγματοποιήθηκε ατομικά από τα μέλη της Κριτικής Επιτροπής, χωρίς κοινή συζήτηση, με βασικό κριτήριο την ιδιότητα του αναγνώστη. Την επιτροπή συγκρότησαν οι λογοτέχνες Δημήτρης Βαρβαρήγος, Νιόβη Ιωάννου, Κωνσταντίνος Καρούσος, Στέλλα Λεοντιάδου και Παρασκευή (Βούλα) Μέμου.
Στην κατηγορία ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑ – ΔΙΗΓΗΜΑ, το 1ο Βραβείο απονεμήθηκε στην Πολύμνια Ρέγκου από το Παλαιό Φάληρο, για το έργο της με τίτλο «Βάρος στα παιδιά της…». Το διήγημα πραγματεύεται με ρεαλισμό και συναισθηματική ένταση την εμπειρία της φροντίδας ενός γονέα με άνοια, αναδεικνύοντας ζητήματα μνήμης, απώλειας και οικογενειακής ευθύνης.
«Βάρος στα παιδιά της…» της Πολύμνιας Ρέγκου
Μη γίνει βάρος στα παιδιά της… Αυτό είναι το άγχος της. Ένα μάλλον από τα άγχη που απέκτησε μαζί με τα παιδιά. Μην αρρωστήσει πριν τα μεγαλώσει, μην αρρωστήσουν αυτά, μη της τα πληγώσουν, μη της τα πειράξουν, μην τα κοροϊδέψουν, μη μπλέξουν, μην… Το να μη γίνει βάρος όμως, είναι αυτό που τελευταία κλωθογυρίζει στο μυαλό της.
Πάει πάντα ο νους στο κακό. Άτιμο πράμα ο νους. Δεν τον ελέγχει. Εκεί που πάει να γελάσει, να χαρεί, πετάγεται εκείνος και την σπρώχνει και πάλι σε σκέψεις ζοφερές, δυσοίωνες. Νέα μαύρη σκέψη την τυραννά τα τελευταία χρόνια. Αλτσχάιμερ, άνοια, απώλεια μνήμης και συνείδησης, λησμονιά, λήθη. Τι νέο τέρας είναι αυτό; Πόσο δύσκολος εχθρός να πολεμήσεις; Τα όπλα λίγα και αδύναμα πολύ.
Πήγε τη μητέρα στον καλύτερο γιατρό. Νόμιζε έτσι πως θα την σώσει. Την κοίταξε ο γιατρός στα μάτια κι είδε ξεκάθαρα συμπόνοια σε τούτο το βλέμμα.
«Δεν αντιδρούν όλοι οι ασθενείς το ίδιο», της είπε. «Μπορεί να πάρει δύο, τέσσερα, δέκα χρόνια. Διαλύονται οικογένειες από αυτή την ασθένεια. Άτιμη πολύ!»
«Α ρε μάνα τι σου έμελλε να πάθεις! Τι θα γίνει τώρα; Πώς θα τα καταφέρουμε; Σ’ αγαπώ. Δε θα σε αφήσω. Τα πάντα μπορώ να καταφέρω εγώ. Θα σου σταθώ μάνα. Ό,τι κι αν φέρει ο χρόνος…», αυτές ήταν οι πρώτες σκέψεις της.
Πέρασε ο καιρός κι η αρρώστια απλώθηκε σαν πανώλη στο γέρικο κορμί. Θόλωσε τη μνήμη, βάρυνε το βήμα. Έπεσε η μητέρα και χτύπησε τη λεκάνη της. Μεγάλο πισωγύρισμα ήταν τούτο. Έγιανε το κόκκαλο μα ο νους χάθηκε πιότερο. Άλλαξε η μάνα. Δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος. Χανόταν καθημερινά σε μια μαύρη τρύπα, που της στερούσε αναμνήσεις, συναισθήματα και λειτουργίες.
Υστεροφημία… Σημαντικό. Να σε θυμούνται γλυκά σαν φύγεις από τούτο τον κόσμο. Να σε θυμούνται, όπως ήσουν, όχι όπως έγινες. Το ζει, το ξέρει. Γνωρίζει ακριβώς πως αισθάνονται τα παιδιά για το γονιό που έχει άνοια. Προς το παρόν είναι εκείνη «το παιδί» και η μητέρα νοσεί. Η μητέρα νοσεί κι έχει γίνει βάρος. Ντρέπεται που το παραδέχεται αλλά έτσι είναι. Τεράστιο φορτίο της έχει κληροδοτήσει. Κόστος συναισθηματικό, σωματικό, οικονομικό.
Αν άκουγε παλιά κάποιον να το λέει αυτό θα θύμωνε. Έξαλλη θα γινόταν!
«Πώς τολμάς;», θα έλεγε «… ντροπή να μιλάς έτσι γι’ αυτόν που σε ανέστησε! Δεν είσαι άνθρωπος σωστός. Θυμήσου τον Αινεία, τον ήρωα της Τροίας. Αντί για θησαυρούς και νομίσματα, τον πατέρα του σήκωσε στους ώμους, για να τον σώσει από το κάψιμο της πόλης! Ντροπή!»
Ντροπή. Σίγουρα. Όμως έτσι νιώθει και χειρότερη ντροπή θα ήταν να το κρύψει. Θυμάται πως ο μεγαλύτερος φόβος της ήταν μη την χάσει. Μόνο τη μάνα είχε μετά το θάνατο του πατέρα. Εκείνη ήταν ο βράχος και η δύναμη της. Πώς άλλαξε τώρα; Τι έγινε;
Δεν άλλαξε αυτή. Η μητέρα άλλαξε. Τίποτα δε θυμίζει πια την παλιά της παρουσία. Ένα μωρό γίνηκε η μάνα κι εκείνη κηδεμόνας. Οι κουβέντες τους διαρκώς λιγοστεύουν.
«Πώς είσαι;»
«Καλά»
«Τα παιδιά;»
«Στο σπίτι μας, μόνα τους!»
«Τι μέρα είναι σήμερα;»
«Κυριακή»
«Δεν πήγες δουλειά;»
«Δε δουλεύω τις Κυριακές!»
«Α, ναι!»
Μετά η φαντασία μπλέκεται με την πραγματικότητα. Κάποιο γλέντι είναι καρφωμένο στο μυαλό της γυναίκας. Κάποιο γλέντι που δεν έγινε ποτέ. Μιλά για εκείνο συνεχώς, σα να είναι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο. Κάθε άλλη κουβέντα, κάθε άλλο θέμα πέφτει στο κενό.
«Έγινε γάμος!»
«Πού;»
«Εδώ στο σπίτι, το πρωί… Γιατί δεν ήρθες; Δεν ήσουν καλεσμένη;»
«Όχι…»
«Α…»
Τι να πει; Γιατί να την βγάλει από τον κόσμο που βρίσκεται. Τί θα αλλάξει; Τι θα διορθωθεί; Μπαίνει εκείνη στον κόσμο της. Αναλαμβάνει κι αυτόν τον ρόλο. Ένα καθήκον ακόμη. Καθήκοντα πολλά και διαρκώς αυξανόμενα.
Καθήκον πρώτα από όλα στα παιδιά της. Είναι ακόμη μικρά. Δημοτικό. Τη χρειάζονται. Λείπει όλη μέρα στη δουλειά. Τα βλέπει τα απογεύματα ανάμεσα σε διαδρομές για δραστηριότητες και διαβάσματα. Είναι κουρασμένη και πολλές φορές δεν έχει υπομονή. Λάθος. Μεγαλώνουν μόνα τους. Την αγνοούν. Αντιμιλούν.
Καθήκον στην εργασία της. Πληρώνεται. Δεν πρέπει να λείπει, ούτε να μην είναι παραγωγική. Έχει deadlines, έχει projects, meetings, conferences και όλα αυτά τα ξενόγλωσσα, που μόνο άγχος και μόχθο σημαίνουν. Είναι εκεί οκτώ, εννιά, δέκα ώρες… όσο χρειαστεί.
Καθήκον στο σπίτι. Τα φυτά θα μαραθούν στις γλάστρες, τα άπλυτα και τα ασιδέρωτα έχουν γίνει βουνό, το ύφασμα στην πολυθρόνα θέλει αλλαγή. Πότε θα πλύνει τις κουρτίνες, μαύρισαν. Φαγητό πότε θα φτιάξει; Ευτυχώς φέρνει τάπερ η πεθερά, είναι τυχερή. Είναι νέα η πεθερά και τους προσέχει. Τυχερή.
Καθήκον στον σύζυγο. Έχει προβλήματα, θέλει να της μιλήσει. Δε μπορεί ποτέ. Δεν τον ακούει. Είναι αφηρημένη. Είναι εξαντλημένη. Δεν φέρονται σα ζευγάρι πια. Σαν συγκάτοικοι φέρονται. Μοιράζονται τους λογαριασμούς σα να είναι τραπουλόχαρτα. Παίρνει εκείνος τη ΔΕΗ, πληρώνει αυτή τα κοινόχρηστα. Φεύγουν οι μέρες χωρίς μια αγκαλιά, μια τρυφερή κουβέντα. Πότε φιληθήκαν τελευταία φορά; Πότε έκαναν έρωτα;
Αναγκαστικά θυσιάζει το καθήκον στον εαυτό της. Ξεχνά να φάει όλη μέρα και το βράδυ καταναλώνει ότι βρίσκει. Δε έχει χρόνο να δει τις φίλες της, ούτε να κάνει γυμναστική. «Να τρώτε υγιεινά και να αθλείστε», διαβάζει σε άρθρα. Χαμογελά. Με πίκρα χαμογελά. Ολοκληρώνει υποχρεώσεις μηχανικά. Να προλάβει, να ψωνίσει, να πληρώσει… Πονάει παντού στο τέλος της ημέρας. Χρειάζεται τη μαμά της. Μόνο εκείνη θα τη νιώσει πραγματικά. Την καλεί.
«Κουράστηκα μάνα…»
«Γι’ αυτό δεν ήρθες στο γάμο;», ακούει από την άλλη γραμμή.
Δεν έχει κάτι άλλο να πει. Δεν απαντά. Το κλείνει.
Μόνη της είναι πια. Ορφανή κι ας έχει κλείσει τα πενήντα. Σαν χάνεις τη μάνα βουλιάζεις στην ορφάνια, όσων χρονών κι αν φτάσεις. Η αγάπη η δική της σε κρατά και σε στηρίζει. Αγάπη ανιδιοτελής, μοναδική. Πού να στραφεί; Σε ποιον να μιλήσει; Τι να πει; Θα την κρίνουν γιατί δεν ξέρουν. Δε μπορούν να καταλάβουν όσοι δεν έχουν αντικρύσει το τέρας. Ένα τέρας χωρίς σάρκα και οστά. Άπιαστο, δηλητηριώδες και ύπουλο. Σου στερεί αγαπημένους, μα σε ξεγελά πως τους έχεις ακόμη. Σε εμπαίζει, σε παραπλανεί, σε απελπίζει. Φίδι δικέφαλο είναι, που τυλίγεται γύρω από όλη την οικογένεια. Τσακίζει το ηθικό, κομματιάζει την αξιοπρέπεια.
Πώς να σταθεί στη μάνα; Πώς να αντέξει την πίκρα της απουσίας της; Η άνοια της την στέρησε κι ας είναι εδώ ακόμη το ταλαιπωρημένο της κορμί. Την χάνει κάθε μέρα πιότερο. Την πονάει αυτή η απουσία. Η απουσία μέσα στην τσακισμένη παρουσία της… Δεν είναι εκεί κι ας τη ρωτά κάποιες φορές αν έφαγε… Δεν είναι εκεί.
Έρχονται οι γυναίκες που την κρατούν και κάνουν σπίτι τους το πατρικό της. Αφήνουν την αγαπημένη στέγη άδεια, από τις γνώριμες μυρωδιές και την παλιά θαλπωρή. Επάγγελμα γηροκόμος… Κοιμούνται στο κρεβάτι της, κινούνται στο σαλόνι της, αγγίζουν τη μαμά της. Την βοηθούν σίγουρα, μα την κουράζουν κιόλας. Φέρονται στη γερόντισσα καλά; Της μιλούν; Την κάνουν μπάνιο; Δίνουν σωστά τα φάρμακα; Μήπως με τα δικά της λεφτά ψωνίζουν για τη δική τους οικογένεια; Την ξεγελούν; Είναι σωστά τα ψώνια; Τα σεντόνια, τα πιατικά; Της φάνηκε πως κάποια λείπουν. Το καλοριφέρ μένει συνεχώς αναμμένο. Σώθηκε πάλι το πετρέλαιο κι έχει ακριβύνει πολύ. Δε μπορεί να μη βάλει. Κρυώνει η μάνα. Οι γηροκόμοι όλο ζητούν κι αυτή όλο δίνει. Ξορκίζει έτσι την δική της ανεπάρκεια. Γιατί ξέχασα να πω, πως παρά την κούραση της, παρά το συνεχές τρέξιμο στα αλλεπάλληλα καθήκοντα, τίποτα δε γίνεται σωστά. Κι εκείνη νιώθει ανεπαρκής. Κουρασμένη, και τόσο λίγη. Γεμίζει τύψεις που δεν επισκέφθηκε σήμερα τη μητέρα, που δεν την πήγε βόλτα. Αισθάνεται αισχρή που δεν της λείπει πια.
Σκέφτεται το ίδρυμα. Δεν θα το ήθελε εκείνη. Προτιμά την πολυθρόνα της, το κονάκι της, όπως έλεγε πάντα. Θα το καταλάβει; Θα της κάνει διαφορά; Μήπως θα ήταν καλύτερα εκεί; Κι αν την κοιμίζουν με ουσίες; Αν την αφήνουν βρώμικη και πεινασμένη; Αν απαγορέψουν το επισκεπτήριο λόγω ιώσεων; Το έχει ακούσει κι αυτό. Της το έχει πει ο κόσμος… Κι άλλες τύψεις. Τι θα πει ο κόσμος; Ο περίγυρος, οι συγγενείς. Μα στάθηκαν ποτέ στον αγώνα της οι συγγενείς; Ήρθε ποτέ «ο κόσμος» να της δώσει χείρα βοηθείας; Ρώτησαν πώς τα καταφέρνει, πώς προλαβαίνει. Χάθηκαν όλοι. Έκλεισαν τις πόρτες τους να μη βλέπουν, να μη μαθαίνουν. Λες και κολλάει η άνοια και θα το πάθουν κι αυτοί.
Κυριακή. Η γηροκόμος παίρνει ρεπό. Πρέπει να προσέξει τη μητέρα. Όλη μέρα. Να την φέρει σπίτι; Να μείνει στο δικό της; Και τα παιδιά; Τα διαβάσματα; Η δική τους βόλτα; Τα αφήνει μπροστά στις οθόνες παρόλο που το μισεί. Μικρή θυσία στο βωμό του καθήκοντος. Μένει μαζί της, χωρίς να θέλει πραγματικά. Την καθαρίζει σαν πάει τουαλέτα. Την πλένει, τη βάφει, την ντύνει όμορφα να θυμηθεί πόσο κοκέτα ήταν. Την αγκαλιάζει.
«Αχ, βρε μάνα. Δεν ήθελες να γίνεις βάρος και δες που βρισκόμαστε. Είμαι κουρασμένη μάνα, πολύ. Τα παιδιά μεγαλώνουν και νιώθω πως το έχασα. Δε μου μιλούν καλά κι εγώ στενοχωριέμαι. Παντρεύτηκα μάνα, μα νιώθω τόσο μόνη. Και τα λεφτά. Δουλεύω τόσες ώρες και δε φτάνουν τα λεφτά. Πληρώνω παντού. Έκανες κι εσύ τα κουμάντα σου, μα πάει η σύνταξη σου στη γυναίκα… Μου λείπεις μάνα. Μου λείπει αυτό που ήσουν. Μου λείπω κι εγώ. Έγινα εγωκεντρική; Που πήγε η ξενοιασιά μου; Θυμάσαι που με μάλωνες πως δεν είχα ωριμάσει; Ε, ωρίμασα μάνα. Γέρασα κι εγώ. Πιο μεγάλη από εσένα έγινα… Λυπάμαι μάνα… Ακούς;»
«Πήγες στο γάμο;….»
Πολύμνια Ρέγκου: Σύντομο βιογραφικό
Η Πολύμνια Ρέγκου γεννήθηκε τη δεκαετία του 1970 στην Αθήνα. Μεγάλωσε στον Άγιο Δημήτριο και κατοικεί στο Παλαιό Φάληρο. Από τα 18 της χρόνια εργάστηκε σε χρηματιστηριακή εταιρεία, όπου παρέμεινε για 13 χρόνια, έχοντας πιστοποίηση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Σπούδασε στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος (Deree), από όπου αποφοίτησε το 1998, ενώ ολοκλήρωσε και το πρώτο έτος του Diploma in Translation στην Αμερικανική Ένωση. Το 2007 παρακολούθησε σεμινάριο συγγραφής μυθιστορήματος στο ΕΚΕΒΙ με εισηγητή τον συγγραφέα Βαγγέλη Ραπτόπουλο.
Μιλά αγγλικά και γαλλικά και από το 2005 εργάζεται στον χώρο των Νομικών Εκδόσεων. Το 2024 κυκλοφόρησε από την ΚΑΠΑ Εκδοτική το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Πολεμίστρες στη Στέγη», ενώ η συνέχειά του αναμένεται να κυκλοφορήσει στις αρχές του 2026 από την Ελληνοεκδοτική. Άρθρα και κριτικές της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και διαδικτυακά μέσα.
Είναι παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών.