Sweet Corner: Το αγαπημένο ζαχαροπλαστείο της Νέας Σμύρνης που σερβίρει γλυκές ιστορίες από το 1978
Το Sweet Corner στη Νέα Σμύρνη είναι ένα από τα πιο σταθερά γλυκά στέκια της περιοχής από το 1978. Με μεγάλη ποικιλία σε πολίτικα και κλασικά γλυκά, πάντα με έμφαση στην καλή πρώτη ύλη, το ζαχαροπλαστείο συνεχίζει να κερδίζει γενιές ολόκληρες με γεύσεις που «γράφουν» μνήμες και φτιάχνουν καθημερινές απολαύσεις.
- 27/12/2025, 10:45
- Κείμενο: Δημήτρης Ιωάννου
- Φωτογραφίες: Δημήτρης Ιωάννου
Σε ένα μικρό στενό της Νέας Σμύρνης, κρυμμένο σχεδόν πίσω από ένα ψηλό κτίριο, βρίσκεται μια μικρή «γλυκιά γωνιά» που μεγάλωσε γενιές Νεοσμυρνιωτών με τις δημιουργίες της. Στην καρδιά του Sweet Corner βρίσκεται ο Φάνης Παντελιάδης. Ζεστός, φιλόξενος, και με εκείνη τη χαρακτηριστική ηρεμία που έχουν όσοι δούλεψαν μια ζωή με τα χέρια και τη συνείδησή τους. Στα 75 του πια, κοιτάει τον δρόμο έξω σαν κάποιος που τον ξέρει απ’ άκρη σ’ άκρη – πέντε δεκαετίες τον περπατάει σχεδόν καθημερινά. Και οι γείτονες άλλωστε τον γνωρίζουν καλά. Όποιος περνά, τον χαιρετά.
Αν και χειμώνας, η μέρα είναι ζεστή. Kαθισμένος μπροστά από το μαγαζί, με ένα τσιγάρο στο χέρι, ξετυλίγει την ιστορία του.
Γεννημένος στη Χρυσοκέραμο, το σημερινό Çengelköy, στις ασιατικές ακτές του Βοσπόρου, μιλά για τα χρόνια του στην Πόλη με εκείνο το μισό χαμόγελο που φανερώνει ότι, όσο κι αν πέρασαν τα χρόνια, η Πόλη δεν έφυγε ποτέ από μέσα του. «Είναι ένα ωραίο χωριό», λέει με νοσταλγία. Έφυγε νέος από εκεί και δεν ξαναγύρισε ποτέ. «Όλοι οι δικοί μου ήρθαν εδώ. Δεν είχα κάποιον να πάω να δω, δεν είχα τίποτα». Τα χρόνια όμως που έζησε στην Κωνσταντινούπολη ήταν από τα πιο καθοριστικά της ζωής του.
Από πολύ μικρός έπιασε δουλειά σε μεγάλα ζαχαροπλαστεία και ξενοδοχεία στο Πέρα. Δεν πήγε σε κάποια σχολή. Δεν υπήρχαν σχολές άλλωστε τότε. «Από μαστόρους της εποχής έμαθα», λέει και εξηγεί πως, ίσως από φόβο μην τους πάρουν οι νεότεροι τη δουλειά, οι μάστορες έδιναν μισές τις συνταγές τους. «Σκέψου ότι μου έλεγε να φτιάξω ένα κέικ, μου έδινε όλα τα υλικά αλλά δεν μου έλεγε πόσα αυγά να βάλω. Τα έβαζε μόνος του. Και θυμάμαι μια μέρα, για να μάθω πόσα έβαζε, πήγα στον σκουπιδοτενεκέ για να μετρήσω τα τσόφλια. Τρελά πράγματα. Mε τέτοια τεχνάσματα έμαθα τη δουλειά». Το λέει γελώντας, όμως πίσω από την ιστορία υπάρχει ολόκληρη η νοοτροπία μιας εποχής όπου τίποτα δεν χαριζόταν εύκολα.

Σε ηλικία περίπου 20 χρονών ήρθε στην Αθήνα. Κι από το κορυφαίο Park Hotel της Πόλης, βρέθηκε στο Désiré του Κολωνακίου, ένα από τα θρυλικά ζαχαροπλαστεία της πρωτεύουσας, που λειτουργεί μέχρι σήμερα. Δούλεψε εκεί για περίπου 8 χρόνια, μέχρι που, μαζί με έναν συνάδελφό του, τον Θοδωρή, αποφάσισαν να ανοίξουν το δικό τους μαγαζί. «Τι έχουμε να χάσουμε;» τον ρώτησε. Και κάπως έτσι, το 1978 γεννήθηκε το Sweet Corner, σε ένα σημείο που ήταν όντως γωνία, πριν χτιστεί χρόνια αργότερα η διπλανή πολυκατοικία, και κάνει το όνομα να μοιάζει παράταιρο.

Μαγαζί 110 τετραγωνικών, με μόνο έναν πάγκο, ένα ψυγείο και ένα μικρό φουρνάκι στην αρχή. Τίποτα άλλο. Αλλά είχαν κάτι πιο σημαντικό: τη νοοτροπία του μαστόρου που δεν διαπραγματεύεται την πρώτη ύλη. «Ό,τι υλικά έπαιρνε το Desire, παίρναμε κι εμείς. Αυτό ήταν το πρώτο μέλημά μας. Ό,τι μάθαμε, το συνεχίσαμε εδώ». Και αυτό ήταν αρκετό για να γίνει το Sweet Corner γνωστό σε όλη την περιοχή.
Η Νέα Σμύρνη εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ διαφορετική… μονοκατοικίες, οικογένειες, κόσμος με απαιτήσεις. Και αφού έβρισκαν γλυκά ίδιας ποιότητας με εκείνα του Κολωνακίου, «για ποιο λόγο να πηγαίνουν τόσο μακριά και να μην έρχονται εδώ που είναι μέσα στα πόδια τους;».


Η δουλειά σύντομα άρχισε να αυξάνεται. Το σπίτι και η οικογένεια δεν τους έβλεπαν σχεδόν καθόλου. «Όλη μέρα δουλεύαμε. Τη νύχτα πηγαίναμε και τρώγαμε στην Καλλιθέα, σε ένα πατσατζίδικο που υπήρχε τότε στην πλατεία, και μετά ερχόμασταν πάλι πίσω να συνεχίσουμε», λέει γνωρίζοντας πως όταν έχεις δικό σου μαγαζί δεν γίνεται διαφορετικά. Και τα χρόνια περνούσαν. Τα παιδιά του μεγάλωσαν χωρίς να τον βλέπουν πολύ. «Δεν τα μεγάλωσα εγώ τα παιδιά μου», λέει. «Δεν πήγα ποτέ στο σχολείο τους». Έτσι όμως ήταν οι εποχές. Έχει δυο γιους: ο Σπύρος έγινε μπασκετμπολίστας, ενώ ο μικρότερος, ο Γιάννης, είναι εκείνος που τελικά πήρε τη σκυτάλη.

Ο Γιάννης μπήκε στο μαγαζί το 2001, αμέσως μετά τον στρατό. «Η πρακτική μου ήταν ο πατέρας μου», λέει, και είναι εμφανές ότι πάτησε σε γερά θεμέλια. «Όλη μου τη ζωή, από μικρός, ερχόμουν εδώ και έβλεπα». Ούτε συνταγές αλλαγμένες, ούτε «μοντερνιές». Πολίτικα γλυκά και κλασικές συνταγές. Άχαστος συνδυασμός. Η σαντανορέ, το μιλφέιγ, το πολίτικο τσουρέκι και οι βασιλόπιτες. Όλα με τις ίδιες συνταγές, τους ίδιους προμηθευτές, την ίδια νοοτροπία.
Οι πιο παλιοί θυμούνται ακόμα τις Πρωτοχρονιές που μπροστά από το μαγαζί γινόταν μια μικρή παρέλαση. Δέντρα γεμάτα παραγγελίες, πάγκοι στημένοι έξω, δυο τόνους βασιλόπιτες σε μια σεζόν. «Τσακώνονταν ποιος θα πρωτοπάρει», λέει, κοιτάζοντας τις νεραντζιές στο πεζοδρόμιο που του ξυπνούν αναμνήσεις. «Κρίμα που δεν είχαμε σκεφτεί τότε να τραβήξουμε μια φωτογραφία».
Σήμερα, ο πατέρας έρχεται μόνο στις γιορτές για να βάλει ένα χεράκι, και τις καθημερινές για να περάσει η ώρα του. «Χαίρομαι που βλέπω ότι δεν με έχουν ανάγκη», λέει. Είναι από τις σπάνιες φορές που η φράση δεν κρύβει ούτε πίκρα, ούτε παράπονο. Μόνο ικανοποίηση.

Ο Γιάννης κατάφερε να κρατήσει τον χαρακτήρα του μαγαζιού σε μια εποχή που τα πάντα αλλάζουν. Συνεχίζει τις κλασικές συνταγές και βελτίωσε μικρές λεπτομέρειες, χωρίς όμως να πειράξει την ουσία. Δουλεύει με την ίδια σοβαρότητα που έμαθε από παιδί. «Ό,τι και να κάνεις, πάντα ο κόσμος θα γυρνάει στο παραδοσιακό», λέει, και μάλλον έχει δίκιο.

Κουλουράκια σμυρναίικα, γιαγλίδικα (πολίτικα κουλουράκια με ζάχαρη, αλάτι και μαχλέπι), χούλα χουπ (βουτήματα με σοκολάτα) είναι από τα best seller. Το δε προφιτερόλ τους είναι πλούσιο σε γεύση και πάντα φρέσκο, ενώ η σαντανορέ κάνει τον κόσμο να έρχεται ως εδώ από κάθε γωνιά της Αθήνας. Εκτός από γλυκά, το Sweet Corner έχει και αλμυρά βουτήματα, καθώς και χειροποίητο παγωτό φράουλα και καϊμάκι το καλοκαίρι.

Το Sweet Corner δεν είναι απλώς ένα παλιό ζαχαροπλαστείο που άντεξε σε πείσμα των καιρών. Είναι η ιστορία ενός πατέρα που κουβάλησε την Πόλη στη Νέα Σμύρνη, κι ενός γιου που την κράτησε ζωντανή με τη σιωπηλή πειθαρχία ανθρώπων που δεν ξέρουν να κάνουν «δεύτερη ποιότητα».