Άγχος, οθόνες και αυτοεικόνα: Η μετά-Covid εφηβεία μέσα από το βλέμμα μιας ψυχολόγου
Η Στέλλα Σανταμούρη είναι Ψυχολόγος με μεταπτυχιακές σπουδές στην Παιδοψυχολογία από το Central University of Lancashire, στη Σχολική Ψυχολογία και τη Γνωσιακή Συμπεριφορική Προσέγγιση στο ΕΚΠΑ. Έπειτα από 15 χρόνια κλινικής εμπειρίας, μας μεταφέρει στον κόσμο των παιδιών της προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας του σήμερα.
- 23/11/2025, 09:56
- Κείμενο: Αλεξία Ζερβούδη
Ο συναγερμός της πανδημίας του Covid-19 μπορεί να έληξε, όμως στον απόηχό της, άφησε ανοιχτές πληγές στον ψυχισμό των παιδιών, όλων των ηλικιών. Αυξημένο άγχος, κατάθλιψη, θέματα αυτοεικόνας, ψυχοσωματικά συμπτώματα είναι δύσκολα να τα διαχωρίσεις, αφού συνδέονται, ή όπως λέει η Στέλλα Σανταμούρη «αγκαλιάζει» το ένα το άλλο. «Η ομπρέλα των προβλημάτων είναι μεγάλη και φυσικά όχι από την αρχή ξεκάθαρη . Συχνά οι γονείς έρχονται με συγκεκριμένο αίτημα που θεωρούν ότι αποτελεί πρόβλημα αλλά τελικά προκύπτουν άλλες ανάγκες».
Κι αν από τη φύση της, η δουλειά του Παιδοψυχολόγου είναι φορές «ζόρικη», στην μετά-covid εποχή μοιάζει ακόμη δυσκολότερη. «Αυτό που ίσχυε κατά κανόνα είναι πως τα περισσότερα παιδιά που έρχονται για συνεδρία είναι συνεργάσιμα, ενώ οι έφηβοι όχι, τουλάχιστον στην αρχή, γιατί συνήθως βρίσκονται σε σύγκρουση με τους γονείς. Σε σχέση με προηγούμενα χρόνια όμως, παρατηρώ ότι πλέον, το ζητάνε μόνα τους, πολύ συχνότερα σε σχέση με παλαιότερα. Σε αυτό έχει συμβάλλει και ο Covid, αλλά και το Netflix!»
Κοινό πρόβλημα σε παιδιά και έφηβους είναι η εξάρτηση από την οθόνη, από τα παιχνίδια στον υπολογιστή μέχρι τα social media ή την επικοινωνία μεταξύ τους, που βασίζεται στο διαδίκτυο. Είναι κάτι που προυπήρχε, αλλά εντάθηκε στη διάρκεια και μετά της πανδημίας. Το αποτέλεσμα είναι τα παιδιά να εμφανίζουν διάσπαση και απώλεια ενδιαφέροντος για δραστηριότητες εκτός σπιτιού, ανία στο σχολείο, υπερκινητικότητα, επιθετική συμπεριφορά – θυμό. Οι έφηβοι είναι πολύ θυμωμένοι, χωρίς προσανατολισμό και στόχους. Υπάρχει έντονη προσκόλληση στο πόσο δημοφιλείς είναι και αποδεκτοί κοινωνικά . «Συχνό πρόβλημα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε στις συνεδρίες είναι η αυτοεικόνα και η αυτοπεποίθηση των εφήβων, που στα κορίτσια μπορεί να εκφράζεται μέσω των διατροφικών διαταραχών και της καταθλιπτικής διάθεσης, ενώ στα αγόρια βγαίνει περισσότερο είτε σε απομόνωση, είτε σε χρήση βίας και επιθετικότητα. Αυτό που με προβληματίζει είναι τα αυξημένα περιστατικά άγχους – κρίσεις πανικού, ψυχοσωματικά (τικ, πόνοι στο στομάχι – έντερο, ταχυκαρδίες) και Ιδεοψυχαναγκαστικης Διαταραχής σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και με την ηλικία στην οποία εμφανίζονται».
Άγχος στην προεφηβεία & την εφηβεία
«Το άγχος, όπως όλα τα συναισθήματα, ξεκινά από μικρή ηλικία παρότι δεν γίνεται κατανοητό από το ίδιο το παιδί. Πολλές φορές το βαφτίζει θυμό. Τα παιδιά μπερδεύουν και πολλά άλλα συναισθήματα με τον θυμό».
Συζητήσαμε με τη Στέλλα Σανταμούρη για τα λεπτά όρια όπου το παιδί παύει να είναι «παιδί» και γίνεται έφηβος, καθώς αυτή η μετάβαση εμφανίζει σημάδια που μπορεί να μας μπερδέψουν όσον αφορά την ψυχολογική του κατάσταση. Είναι δεδομένο ότι τα κορίτσια έχουν την τάση να ωριμάζουν συναισθηματικά πιο γρήγορα και επομένως, η θεματολογία στο γραφείο του Ψυχολόγου είναι διαφορετική από τα αγόρια. Τα αγόρια καλούνται συνήθως να αντιμετωπίσουν κάτι αναπτυξιακό ή το θυμό, ενώ τα κορίτσια την κατάθλιψη, θέματα αυτοπεποίθησης, πιο συναισθηματικά και εσωτερικά ζητήματα.
«Σαν γενική εικόνα, θα έλεγα ότι η προεφηβεία ξεκινά περίπου στη Δ’ δημοτικού. Υπάρχουν σημάδια ότι το παιδί ετοιμάζεται για αυτή τη μετάβαση, νιώθει την ανάγκη για ιδιωτικότητα, κλείνει την πόρτα του δωματίου, ίσως θέλει να αλλάξει το ντύσιμό του, θέλει να απομονώνεται, σταματά να μοιράζεται τα πάντα με τους γονείς. Πολλές φορές αυτό μπερδεύει, διότι μπορεί ένα παιδί να έχει πολλά ανώριμα κομμάτια όσον αφορά τα όρια, το σχολείο, τα μαθησιακά και παράλληλα να μπαίνει την εφηβεία».
Πώς λοιπόν οι γονείς θα αναγνωρίσουν ένα σημάδι που δεν έγκειται στη μετάβαση της εφηβείας αλλά σε μια ψυχολογική δυσκολία, που ενδεχομένως χρειάζεται την παρέμβαση ειδικού για να ξεπεραστεί; «Οι γονείς το αντιλαμβάνονται, είναι εμφανές το άγχος στα παιδιά. Βλέπουμε ότι εικόνα της προσωπικότητας και τα θέλω του, αποκλίνουν σε ποσότητα και ποιότητα. Δεν κοιμάται καλά, δεν τρέφεται σωστά, συχνά εμφανίζεται σωματικός πόνος στην κοιλιά, το κεφάλι, ή μπορεί να γράφει τεστ και να νομίζει ότι έγραψε άσχημα ενώ τα πήγε καλά, δηλαδή δεν έχει εναισθησία. Επίσης, πράγματα που το ευχαριστούσαν τα περιορίζει ή σταματά τελείως να τα κάνει. Υπάρχει απομόνωση, αν δεν μπορεί να διαχειριστεί το άγχος και δεν θέλει να το καταλάβουν οι άλλοι, απομονώνεται». Όσον αφορά τα σωματικά συμπτώματα, θα πρέπει να γίνεται έλεγχος και εξετάσεις για να αποσαφηνιστεί η φύση τους. «Ο θυρεοειδής, το hashimoto που μπορεί να μην ανιχνεύεται εύκολα, επηρεάζει πολύ τη ψυχοσύνθεση», τονίζει.
Το άγχος εκφράζει, τις περισσότερες φορές, μια καταπιεσμένη κατάθλιψη. Προκύπτει όταν ένα παιδί νιώθει άσχημα μπροστά στον καθρέπτη, όταν πιστεύει ότι πρέπει να τα καταφέρνει στο σχολείο για να είναι αρεστό, όταν νιώθει ότι δεν θέλουν τα άλλα παιδιά το κάνουν παρέα. «Όλα αυτά γίνονται άγχος. Όμως, πάντα κάτι άλλο υπάρχει από πίσω, είτε κάτι πραγματικό είτε όχι. Το υπόβαθρο μπορεί να μην αφορά άμεσα το παιδί, αλλά να το επηρεάζει. Μια απώλεια, μια σφιγμένη ατμόσφαιρα, αλλαγές στην καθημερινότητα, ακόμη και όταν οι γονείς αποκρύπτουν καταστάσεις και συναισθήματα από τα παιδιά. Πως απαιτούμε από τα παιδιά να εκφράσουν αυτό που νιώθουν όταν εμείς κρυβόμαστε;». Σύμφωνα με τη Στέλλα Σανταμούρη, όταν οι ενήλικες σε μια οικογένεια έχουν ένα ξέσπασμα, είναι προτιμότερο να το επικοινωνούν και να δείχνουν στο παιδί τρόπους επίλυσης των προβλημάτων.
Ο ρόλος των γονέων και του σχολείου
Το πρόβλημα είναι πιο κοντά από όσο νομίζουμε. Ακόμα κι αν η εφηβεία φαντάζει κάτι μακρινό, θέματα όπως η body dysmorphia ξεκινούν από την προεφηβεία. Από όσο πιο μικρή ηλικία πιάσεις το πρόβλημα, τόσο καλύτερα λύνεται. Όσον αφορά το άγχος, είναι κάτι που εύκολα μεταφέρουν οι γονείς στα παιδιά και όπως σχολιάζει η Στέλλα Σανταμούρη, πολλοί γονείς θέτουν ως προτεραιότητα το σχολείο και την επίδοση στα μαθησιακά και εκεί είναι που συχνά ξεφεύγει από την αντίληψή τους το συναισθηματικό και κοινωνικό κομμάτι. «Εγώ λειτουργώ ως σύμμαχος του παιδιού, αυτό που θέλω είναι να γίνει το παιδί καλά. Όμως η συμβουλευτική γονέων είναι απαραίτητη, γιατί τελικά, το άγχος ή και άλλες δυσκολίες, προέρχονται από τους γονείς και απλά, το παιδί βγάζει το σύμπτωμα».
Ακόμη κι όταν γίνεται αντιληπτό, πως το παιδί αντιμετωπίζει κάποια δυσκολία, μπορεί οι γονείς να αποφεύγουν τη βοήθεια του ειδικού. «Υπάρχουν πολλά αδιάγνωστα περιστατικά, όπως για παράδειγμα, παιδιά που είναι στο φάσμα. Πρόσφατα ήρθε σε εμένα ένα έφηβο κορίτσι, που όλη του τη ζωή δυσκολευόταν, γιατί ένιωθε διαφορετικό και δεν ήξερε γιατί. Οι γονείς ήταν σε πλήρη άρνηση, κάτι το οποίο, είναι εξαιρετικά ματαιωτικό για το παιδί. Το κορίτσι αυτό, στην εφηβεία πια, πήγε σε παιδοψυχίατρο και πλέον γνωρίζει ότι είναι στο φάσμα. Ένιωσε ανακούφιση με αυτή τη διάγνωση». Ένας άλλος ανασταλτικός παράγοντας είναι η οικονομική επιβάρυνση του οικογενειακού προϋπολογισμού. Η Στέλλα αφήνει ανοικτό το ερώτημα, «Όλοι έχουμε λεφτά για διάφορα άλλα πράγματα, αλλά όχι για κάτι τόσο σημαντικό, όσο η ψυχική υγεία;»
Όπως όμως αποσαφηνίζει, για τα προβλήματα ψυχικής υγείας των παιδιών και εφήβων δεν φταίνε πάντα οι γονείς όπως συνηθίζεται να κατηγορούνται, υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν. Όσο για το ίδιο το σχολείο, πρέπει κι εκεί να δίνεται περισσότερη προσοχή στον ψυχισμό των παιδιών. «Το σχολείο μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο. Μπορεί να κάνει την αλλαγή. Πρέπει να εμπλέκεται και να συνεργάζεται».
Οι συνεδρίες με τον ψυχολόγο
Μέσα στο πλούσιο συναισθηματικό κόσμο των παιδιών και των εφήβων, θα ήταν άστοχο να πει κανείς ότι η διάγνωση μπορεί να γίνει με την 1η συνέδρια. Ο Ψυχολόγος ξεκινά διερευνητικά, προσπαθεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη του παιδιού και φυσικά, είναι σημαντικό να υπάρχει επικοινωνία με τους γονείς. «Σε παιδιά δημοτικού ζητώ να δω πρώτα τους γονείς, να πάρω ιστορικό, ενώ σε έφηβους γίνεται ενημερωτική συνάντηση αργότερα, έπειτα από 3-4 συνεδρίες. Εκεί, αναλόγως τι θα συναντήσω, ενδέχεται να προτείνω τη συμβουλευτική, η οποία δεοντολογικά πρέπει να γίνεται από άλλο συνάδελφο. Δυστυχώς, η πλειοψηφία δεν ακολουθεί αυτή την οδηγία, είτε επειδή δεν προλαβαίνουν, είτε επειδή δεν συμφωνούν, κυρίως οι διαζευγμένοι γονείς, είτε δεν το αντέχουν οικονομικά».
Κι αν ένας έφηβος αρνείται τη βοήθεια; «Θεωρώ ότι στους εφήβους καλό είναι να τους δίδεται η επιλογή. Να κάνουν μια πρώτη συνεδρία και να αποφασίσουν αν θέλουν να συνεχίσουν. Έχει σχέση και η χημεία θεραπευτή και θεραπευόμενου. Υπάρχουν βέβαια και πιο σοβαρές περιπτώσεις, όπου έχε προηγηθεί κάποιο περιστατικό που δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε, από μια κρίση πανικού, έως και ένα αυτοκτονικό περιστατικό».
Είναι πολύ σημαντικό, αλλά καθόλου δεδομένο, πως όταν ένα παιδί ξεκινά συνεδρίες με ειδικό, πρέπει να γνωρίζει για ποιο λόγο βρίσκεται σε θεραπεία. «Μου κάνει εντύπωση όταν έρχονται παιδιά που έχουν κάνει ήδη 3-4 χρόνια θεραπεία, ακόμη και εργοθεραπεία για παράδειγμα, και δεν ξέρουν γιατί το κάνουν. Εξηγώ πάντα στο παιδί τι κάνουμε μαζί, ο τρόπος που το εξηγώ αλλάζει ανάλογα την ηλικία του, αλλά το παιδί πρέπει να το γνωρίζει».