Κώστας Σορώτος: «Το Φάληρο με έμαθε να κάνω τα πιο τρελά όνειρα»
Για τον Κώστα Σορώτο, το Παλαιό Φάληρο είναι ο κόσμος, η ζωή και το σύμπαν του. Μία ομάδα μπάσκετ γεμάτη ιστορίες, ανθρώπους και στιγμές, που δεν μετριούνται στα σκορ αλλά στα δάκρυα και τα χαμόγελα. Μιλώντας στο NouPou, ο έμπειρος προπονητής ξαναζεί τη μαγεία της ομάδας που του γεννά τα πιο δυνατά συναισθήματα.
- 10/11/2025, 11:45
- Κείμενο: Γιάννης Σταυρουλάκης
- Φωτογραφίες: Λεωνίδας Τούμπανος
Το Παλαιό Φάληρο θα είναι πάντα το αιώνιο και εύθραυστο καταφύγιο για τον Κώστα Σορώτο, ενώ οι αναμνήσεις ορμούν και πάλι κατά πάνω του κάθε φορά που μιλάει για την ομάδα που τον έχει σημαδέψει περισσότερο από κάθε άλλη στα 47 χρόνια που βρίσκεται στους πάγκους.
Στο προφίλ του στο Facebook δεσπόζει ακόμα το Φάληρο της σεζόν 2005-06, με το οποίο πανηγύρισε την άνοδο στην Α2. «Δεν θα την αλλάξω ποτέ! Δεν την άλλαξα τα τελευταία 17-18 χρόνια που ήμουν μακριά, τώρα θα το κάνω; Πέρασα από τότε από πολλές ομάδες με κόσμο. Από τον Πανιώνιο και τον Εθνικό ως τη Δάφνη και το Αιγάλεω. Αυτή η φωτογραφία δεν άλλαξε. Και νομίζω πως όλοι το σεβάστηκαν», εξηγεί στο NouPou, επιτρέποντας στον εαυτό του να αναπνεύσει βαθιά πριν μιλήσει για τις ιστορίες που κουβαλά μέσα του και γεμίζουν τη ψυχή του.

Έχετε παραδεχτεί ότι σε αυτή τη διαδρομή των 47 χρόνων στους πάγκους, το Παλαιό Φάληρο ήταν πάντα στην καρδιά και το μυαλό σας. Πότε καταλάβατε ότι αυτή η σχέση ξεπερνά την απλή επαγγελματική συνεργασία;
Βρέθηκα στο Παλαιό Φάληρο μετά από δύο ομάδες με τις οποίες είχα επίσης μακροχρόνια σχέση, ίσως μεγαλύτερη από αυτή που έχω αναπτύξει εδώ. Στον Πειραϊκό ήμουν δεκατέσσερα χρόνια, ως παίκτης και ως προπονητής, και άλλα δύο αργότερα. Στη συνέχεια, ακολούθησε ο Αμύντας, όπου έμεινα οκτώ συνεχόμενα χρόνια. Το 1998 ήρθα στο Φάληρο, χωρίς να το περιμένω! Εκείνη τη χρονιά η ομάδα είχε ανέβει από τη Β’ Εθνική στην Α2, με προπονητή τον Μάνο Μανουσέλη. Όταν αποχώρησα από τον Αμύντα, όπως κάθε προπονητής, σκεφτόμουν πού θα μπορούσα να συνεχίσω, αλλά το Φάληρο δεν ήταν στο μυαλό μου. Θεωρούσα πως, εφόσον είχε ανέβει κατηγορία, θα συνέχιζε με τον ίδιο κόουτς.
Για κάποιους λόγους, όμως, που δεν ήταν της δικής μου αρμοδιότητας, λύθηκε η συνεργασία του Μάνου Μανουσέλη με την ομάδα. Ένα κυριακάτικο πρωινό δέχθηκα τηλεφώνημα από τον αείμνηστο Γιάννη Σπανό, τότε έφορο του συλλόγου, ουσιαστικά την ψυχή και τον άνθρωπο πίσω από κάθε προσπάθεια, έναν σπουδαίο παράγοντα. Βρεθήκαμε και συμφωνήσαμε μέσα σε ένα λεπτό. Το Φάληρο ήταν μια ομάδα στα “θέλω” μου. Μια ομάδα με νέα παιδιά, όπως ο Γκαγκαλούδης και ο Κρίτσαλος. Έτσι ξεκίνησε αυτή η σχέση, που με τον καιρό εξελίχθηκε σε κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή επαγγελματική συνεργασία.
«Κωστάρα, γύρνα πίσω, η ομάδα πέφτει!»
Τι ήταν αυτό που σας «κέρδισε» στο Παλαιό Φάληρο από την πρώτη στιγμή; Ήταν οι άνθρωποι, η ατμόσφαιρα, ή κάτι άλλο που σας έκανε να νιώσετε αμέσως ότι εδώ ανήκετε;
Όταν πήγα, το γήπεδό μας ήταν μια τέντα στο Ρέστειο, παλιά και φθαρμένη. Είχε όμως κάτι μοναδικό, παρά τα οικονομικά προβλήματα και τα περιορισμένα μέσα: ήταν μια ομάδα που σου επέτρεπε να ονειρεύεσαι, να κάνεις τρελά όνειρα! Και στο τέλος αυτά τα όνειρα να γίνονται πραγματικότητα.
Την πρώτη χρονιά στην Α2, με νέα παιδιά και χωρίς ιδιαίτερη ενίσχυση, χάσαμε την άνοδο στην τελευταία αγωνιστική, την κέρδισε ο Έσπερος και η Δάφνη. Τη δεύτερη χρονιά, παρότι χάσαμε βασικούς μας παίκτες, με τον Γκαγκαλούδη να πηγαίνει στη Δάφνη, τον Αγαδάκο στον Πανιώνιο και τον Κυρίτση στο Ηράκλειο, παραμείναμε ανταγωνιστικοί. Τερματίσαμε πέμπτοι και ταυτόχρονα αναδείξαμε νέα παιδιά, όπως ο Στεφανίδης και ο Καλαμπόκης, που στη συνέχεια έκαναν καριέρα στη μεγάλη κατηγορία.
Εκεί σταμάτησε προσωρινά η κοινή πορεία μου με το Φάληρο, καθώς γύρισα στον Πειραϊκό. Κατά τα μέσα της δεύτερης χρονιάς, έφυγα από τον Πειραϊκό για λόγους εκτός αθλητισμού, ήταν ένα θέμα υγείας. Από το άγχος, άρχισα να παθαίνω κρίσεις πανικού και παρόμοια προβλήματα. Παρόλο που πίστευα πως χρειαζόμουν ένα διάλειμμα, δέχθηκα ξανά τηλεφώνημα από τον Γιάννη Σπανό, γιατί το Φάληρο είχε μπει σε κίνδυνο υποβιβασμού.
Μάλιστα, είχα πάει να δω έναν αγώνα ως φίλαθλος, η ομάδα είχε χάσει από τον τελευταίο εκείνης της χρονιάς, τον Σπόρτινγκ, που δεν είχε άλλη νίκη. Μέχρι να φύγω για το μηχανάκι μου, χτύπησε το τηλέφωνο: “Κωστάρα, γύρνα πίσω, η ομάδα πέφτει”. Εξήγησα στον Γιάννη ότι είχα πρόβλημα υγείας και ήθελα να ξεκουραστώ, και του ζήτησα μια εβδομάδα για να σκεφτώ. Ειλικρινά, όμως, καιγόμουν να επιστρέψω.
Τελικά γύρισα. Η ομάδα είχε πέντε αγώνες για να σωθεί και έπρεπε να κερδίσει τέσσερις, με πολύ δύσκολο πρόγραμμα. Το πρώτο ματς ήταν με τον Απόλλωνα Πατρών, που είχε τότε τέσσερις Αμερικανούς και ήθελε την άνοδο. Κερδίσαμε και τα τέσσερα συνεχόμενα παιχνίδια, σωθήκαμε! Η χρονιά ολοκληρώθηκε, μείναμε στην κατηγορία, και αυτό έδεσε ακόμα πιο πολύ τη σχέση μου με τον σύλλογο.

Φιέστα με το «Συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην τρέλα»
Πώς ζήσατε εκείνη την απίθανη χρονιά που το Φάληρο κέρδισε το δικαίωμα να παίξει στην Α1; Υπήρχαν μέρες που λέγατε πως αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει;
Το καλοκαίρι του 2002, έπρεπε να ξεκινήσει ο σχεδιασμός για την Α2 εκείνης της χρονιάς, αλλά υπήρχαν τεράστια οικονομικά προβλήματα και χρωστούμενα… Το Φάληρο πάντοτε είχε παράδοση σε αυτά (γέλια). Φαινόταν ότι η ομάδα ίσως δεν θα κατέβαινε καν στο πρωτάθλημα. Υπήρχαν συνεχείς διενέξεις ανάμεσα στους ανθρώπους του μπάσκετ και το υπόλοιπο συμβούλιο. Μία εβδομάδα αφότου είχαν ξεκινήσει οι υπόλοιπες ομάδες την προετοιμασία τους, την πρώτη Δευτέρα του Αυγούστου, με παίρνει τηλέφωνο ο Γιάννης: “Έχουμε ραντεβού με τον υποψήφιο δήμαρχο, τον Διονύση Χατζηδάκη, κατέβα να δούμε τι μπορεί να γίνει”.
Μας έδωσε κάποιες διαβεβαιώσεις, και ξεκινήσαμε να φτιάχνουμε την ομάδα, που με τα δεδομένα της εποχής ήταν πολύ αργά. Ψάχναμε να βρούμε όσα παιδιά είχαν περισσέψει, που οι ομάδες τους είχαν υποβιβαστεί και ήταν ελεύθεροι. Φέραμε, για παράδειγμα, τον Ντουμάνη, που η ομάδα του, ο Αρίων, είχε πέσει από τη Β’ Εθνική στη Γ’, φέραμε τον Τοπούζη από τον Ολυμπιακό Βόλου που είχε πέσει στη Γ’ Εθνική, τον Βούλγαρη και τον Χαλβατζή από τον Σπόρτινγκ. Όλοι μάς είχαν πρώτο φαβορί για υποβιβασμό. Ξεκινάει, λοιπόν, το πρωτάθλημα και η ομάδα κάνει πέντε νίκες στις έξι πρώτες αγωνιστικές! Απέναντι σε ομάδες όπως ο Απόλλων Πατρών με προπονητή τον Ντάρκο Ρούσο και τον Πανελλήνιο που όλοι περίμεναν να κάνει 26/26 και τους κερδίσαμε στη δεύτερη αγωνιστική μέσα στο Ρέστειο! Εκεί ξαφνικά μπαίνει το πιο τρελό όνειρο. Τελικά, αυτή η ομάδα καταφέρνει να ανέβει στην Α1, τρεις αγωνιστικές πριν το τέλος. Ήταν ένα θαύμα.
Η ομάδα έπαιζε στο παλιό γήπεδο του Φαλήρου. Όταν φυσούσε, νομίζαμε ότι θα μας πάρει ο αέρας. Το κρύο και η ζέστη ήταν πολλαπλάσιο από ό,τι σε εξωτερικούς χώρους. Είχαμε έναν ανεμιστήρα για ολόκληρο γήπεδο, που δεν σταματούσε ποτέ, και τον λέγαμε για πλάκα… κρότου λάμψης (γέλια). Καταφέρνουμε και ανεβαίνουμε. Οι χαρές, οι πανηγυρισμοί, οι φιέστες… Θυμάμαι το τραγούδι μας στη φιέστα. Ήταν το “Σχήμα Λόγου”, του Βαρδή και των Κατσιμιχαίων, που λέει σε έναν στίχο: “Συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην τρέλα”. Ήταν όντως μια τρέλα ολόκληρη! Παίζαμε με τη ΜΕΝΤ στη Θεσσαλονίκη, ένα καθοριστικό παιχνίδι. Χάνουμε 22 πόντους στο ημίχρονο, αλλά κερδίζουμε τελικά. «Στο πούλμαν, ο Παναγιώτης Ντουμάνης μου λέει: “Ρε κόουτς, αλήθεια, θα παίζουμε Α1 του χρόνου;”. Του λέω: “Ρε Παναγιώτη, έτσι φαίνεται”.
«Τα ερείπια έμοιαζαν σαν να είχαν γκρεμίσει τα όνειρά μας» – Τότε άρχισαν τα άλλα προβλήματα
Στο μεταξύ, το γήπεδό μας επρόκειτο να κατεδαφιστεί για τα Ολυμπιακά έργα και να γίνει πάρκινγκ του Ταεκβοντό. Εμφανίζονταν διάφοροι υποψήφιοι επενδυτές που, όπως εμφανίζονταν, έτσι εξαφανίζονταν. Η ελπίδα ερχόταν και έφευγε. Θυμάμαι μια ιστορία: είχα πάει στην Αίγινα για ραντεβού με τον Κώστα Πηλαδάκη, που είχαμε συνεργαστεί στον Πειραικό, και έναν άλλον υποψήφιο επενδυτή. Δεν είμαι της θρησκείας, όμως επισκέφτηκα ένα εκκλησάκι, τον Άγιο Νικόλαο, στο λιμάνι της Αίγινας, και άναψα κερί για να παίξουμε Α1. Στο μεταξύ ήμασταν οκτώ μήνες απλήρωτοι. Θα μου πεις, πώς άντεξε αυτή η ομάδα; Αντέξαμε με ένα αστειάκι, με ένα κέρασμα, με την παρέα, με τον στόχο που ήταν τεράστιος. Μας είπαν: “Τα λεφτά που σας χρωστά η ομάδα ξεχάστε τα”. Του ξεκαθάρισα ότι αυτό δεν γίνεται. Τελικά, χάλασε… Έγινε μια προσπάθεια από τους Beach Boys, τους οργανωμένους οπαδούς του συλλόγου, όμως η χαριστική βολή δόθηκε την τελευταία μέρα της προθεσμίας. Μιλάμε για λιγότερο από 10 μέρες πριν από την έναρξη του πρωταθλήματος.
Ο τότε πρόεδρος του Ερασιτέχνη, ο Σουργιαδάκης, με τη δικαιολογία ότι είχε βάλει κάποια λεφτά στην ομάδα, πήρε τα χρήματα που είχε δώσει ο Δήμος για το μετοχικό κεφάλαιο ώστε να γίνει ΚΑΕ. Ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Την ημέρα που αποφασιζόταν το μέλλον της ομάδας, αν δηλαδή θα έπαιζε στην Α2 ή θα διαλυόταν, παίρνω το μηχανάκι για να πάω στα γραφεία στην Αμφιτρίτης. Στην πορεία, μπροστά από το παλιό μας γήπεδο, βλέπω ότι έχει γκρεμιστεί. Τα ερείπια έμοιαζαν σαν να είχαν πλακώσει τα όνειρά μας. Τελικά, η ομάδα αποφασίστηκε να παίξει στην Α2. Παίξαμε πέντε ματς και μετά έφυγα. Την επόμενη χρονιά έπεσε στη Β’ Εθνική.
Φτάσαμε στο σημείο το Παλαιό Φάληρο να μην έχει γήπεδο, ούτε δελτία, δεν υπήρχαν μπάλες, τίποτα, είχε μείνει μόνο το όνομα. Τότε με φώναξαν οι Beach Boys, και μου είπαν: “Κώστα, γύρνα!”. Εγώ εκείνη την περίοδο είχα ένα ακουστικό νεύρωμα και έπρεπε να κάνω μια δύσκολη εγχείρηση στο κεφάλι. Ήμουν χωρίς ομάδα, αλλά με πήραν τηλέφωνο: “Έλα να αναλάβεις το Φάληρο στη Β’ Εθνική”. Και λέω: “Έρχομαι!” Ο Πανιώνιος μας είχε δώσει το “Βαρίκας” για προπονήσεις μέσα στο καταμεσημέρο, με 50 βαθμούς ζέστη. Έρχονταν κάποια παιδιά που γνώριζα, και από τις δοκιμές μαζεύουμε οκτώ παιδιά. Από τους δώδεκα που επιλέξαμε, τους οκτώ δεν τους είχα ξαναδεί να παίζουν μπάσκετ! Ήμασταν πάλι το πρώτο φαβορί για υποβιβασμό.
Ξεκινήσαμε το πρωτάθλημα με 2-4, κερδίσαμε τον Ιωνικό Ν.Φ., που δεν είχε κάνει καμία νίκη στο πρωτάθλημα, και τον Ταύρο, που είχε νικήσει μόνο τον Ιωνικό. Από εκεί και πέρα έγινε κάτι που δεν έχω ξαναδεί: στα τελευταία 24 παιχνίδια της Β’ Εθνικής κάναμε 22 νίκες και 2 ήττες! Ήταν η πιο αγαπησιάρικη ομάδα. Είναι σαν να παίρνεις ένα παιδάκι, να το μαθαίνεις να μπουσουλάει, να περπατάει, και να τρέχει. Γιατί στο τέλος τρέξαμε, κάναμε μία απίθανη χρονιά.
«Η περισσότερη πίεση στα 47 χρόνια που είμαι προπονητής»
Το γεγονός ότι το Φάληρο δεν έπαιξε τελικά στην Α1 έχει μείνει ως μεγάλη στεναχώρια; Ως μεγάλο απωθημένο και ένα «γιατί»;
Έχει μείνει, ναι… Ένα από τα πολλά “γιατί” που κουβαλά στην πορεία του κάθε προπονητής. Όμως, όπως έχω πει πολλές φορές, μπορεί να μας έκλεψαν τα όνειρα, την κατηγορία, όλα όσα χτίσαμε, δεν μπόρεσαν όμως να μας πάρουν τις στιγμές. Κι αυτές οι στιγμές ήταν τεράστιες. Δεν θα σβήσουν ποτέ. Συναντιόμαστε ακόμα με τα παιδιά και πάντα έχουμε κάτι να θυμηθούμε, μια ιστορία να γελάσουμε, να χαρούμε. Έχουν ασπρίσει πια και τα δικά τους μαλλιά, αλλά αυτό δεν μπορεί να μας το κλέψει κανείς. Γιατί ο αθλητισμός είναι στιγμές. Είναι νίκες, ήττες, άνοδοι, λύπες αλλά στο τέλος, μόνο οι στιγμές μένουν.

Το περασμένο καλοκαίρι επιστρέψατε μετά από 18 χρόνια. Πώς είναι να επιστρέφεις σε έναν χώρο που κουβαλάει μνήμες, φιλίες, χαρές και πίκρες;
Είναι πολύ όμορφο, αλλά και πολύ δύσκολο. Η φετινή ομάδα είναι ίσως εκείνη με την περισσότερη πίεση στα 47 χρόνια που είμαι προπονητής. Και θα σου πω γιατί. Επειδή φέτος το Φάληρο γιορτάζει τα 100 χρόνια του. Επειδή βρίσκομαι ανάμεσα σε φίλους. Επειδή υπάρχει μια διοίκηση που μου έχει προσφέρει ό,τι έχω ζητήσει. Και επειδή είναι το Φάληρο, με ό,τι σημαίνει αυτό για μένα. Η πίεση είναι τεράστια. Σε όλες τις ομάδες που δούλεψα έδωσα ψυχή και σώμα, αλλά εδώ είναι ένα “κλικ” παραπάνω. Δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό, ειλικρινά. Ξέρεις, είναι λίγο σαν αυτό που λένε και για τον Γιώργο Μπαρτζώκα, επειδή είναι Ολυμπιακός. Μήπως τελικά δεν είναι πάντα καλό να δουλεύεις για κάτι που αγαπάς τόσο πολύ. Εγώ, πάντως, διαφωνώ με αυτό, και εξακολουθώ να διαφωνώ.
Αναφέρετε συχνά τη λέξη «συναίσθημα». Πιστεύετε ότι το μπάσκετ χωρίς συναίσθημα χάνει το νόημά του;
Εντελώς! Εντελώς! Ο αθλητισμός γενικά, χωρίς συναίσθημα, δεν έχει κανέναν λόγο ύπαρξης. Σε ποιους απευθυνόμαστε; Στο συναίσθημα των ανθρώπων που έρχονται να μας δουν, να μας στηρίξουν, να χαρούν όταν κερδίζουμε και να στεναχωρηθούν όταν χάνουμε. Αν αυτό εκλείψει, τότε δεν υπάρχει κανένα νόημα.
Πώς ισορροπεί ένας προπονητής ανάμεσα στη λογική του αποτελέσματος και στο συναίσθημα της ομάδας;
Είναι δύσκολο. Θέλει προετοιμασία, και κυρίως ψυχολογική. Αλλά νομίζω πως, στη διαδρομή αυτών των 47 χρόνων, έχω μάθει να στηρίζομαι στο συναίσθημα. Και στα καλά και στα κακά. Ακόμα και οι αντιδράσεις μου, που καμιά φορά με κατηγορούν ότι είναι έντονες, έχουν να κάνουν με αυτό. Δεν είμαι ένας απλός διαχειριστής μιας ομάδας που μου έχει δώσει δουλειά. Δηλαδή, είτε στον Πανελλήνιο πέρσι, είτε στο Αιγάλεω με τους… τρελούς εκεί, πάντα έμπαινα στην ψυχοσύνθεση της ομάδας. Νομίζω είμαι ο μόνος προπονητής που πέρασε δύο φορές από το Αιγάλεω και δεν άκουσε ούτε μία κακή κουβέντα. Και δεν ήταν μόνο επειδή πήγαμε καλά, ήταν γιατί σεβάστηκα την κουλτούρα τους, τα θέλω τους, τη δική τους δυναμική.
Ο προπονητής οφείλει να σέβεται την ταυτότητα και τον χαρακτήρα κάθε ομάδας στην οποία δουλεύει. Κοινός παρονομαστής είναι πάντα το συναίσθημα. Στο Αιγάλεω, για παράδειγμα, το συναίσθημα είναι η τρέλα, πρέπει να δείξεις ότι είσαι ένας από αυτούς. Υπήρχε μάλιστα κι ένα σύνθημα, που μπορεί να μη με τιμά ιδιαίτερα (γέλια), αλλά το έλεγαν με αγάπη: “Δώσε στην ομάδα κι άλλο χόρτο, ρε Σορώτο, ρε Σορώτο!” Σε κάθε περίπτωση, το συναίσθημα για μένα είναι το Α και το Ω. Και η αγάπη για τα παιδιά. Αυτό είναι το πιο δύσκολο απ’ όλα, γιατί ο προπονητής είναι καταδικασμένος να κάνει κάποια παιδιά χαρούμενα και κάποια άλλα να τα στεναχωρήσει. Αλλά θυμάμαι, για παράδειγμα, την ομάδα του Φαλήρου που ανέβηκε από τη Β’ Εθνική στην Α2, ίσως ήταν η μόνη ομάδα όπου ακόμα και ο 12ος παίκτης, που έπαιζε ελάχιστα, ήταν πραγματικά ευτυχισμένος. Αυτό το είχαμε καταφέρει. Και δεν είναι καθόλου εύκολο.
«Το Φάληρό μας είναι το συναίσθημα»
Αν το Παλαιό Φάληρο ήταν άνθρωπος, τι χαρακτήρα θα είχε;
Σίγουρα θα ήταν τρελός! Κανονικός τρελός. Δηλαδή, αυτά που συμβαίνουν στο Φάληρο δεν έχουν καμία λογική, ούτε τα θετικά, ούτε τα αρνητικά. Αυτή η “τρέλα” το χαρακτηρίζει. Ξέρεις, εγώ πάντα κάνω τη διάκρισή μου: υπάρχει το Φάληρό μας και υπάρχει κι ένα άλλο Φάληρο. Εγώ ποτέ δεν δενόμουν με φανέλες, δενόμουν με ανθρώπους. Το Φάληρό μας είναι το συναίσθημα. Είναι οι άνθρωποί του. Μιλάμε για μια ομάδα που έχει περάσει τα πάντα, που βρέθηκε στη Β’ ΕΣΚΑΝΑ, έμεινε χωρίς γήπεδο για 15 χρόνια, πέρασε από δύσκολες διοικήσεις, από εποχές που δεν ήξερες πού πάει το πράγμα. Κι όμως, κρατήθηκε. Είμαστε, νομίζω, η μοναδική ομάδα που έχει εφόρους αμίσθους. Έχουμε ανθρώπους που δίνουν τις ώρες τους, την ψυχή τους, γι’ αυτό που λέγεται Φάληρο. Για εμάς, το Φάληρο είναι ψυχοθεραπεία.
Από την κουβέντα μας, έχω καταλάβει τι είναι το Φάληρο για εσάς. Τι είναι, όμως, ο Σορώτος για το Φάληρο;
Κοίταξε, για το Φάληρο του σήμερα, νομίζω ότι είμαι ένας φίλος. Ένας άνθρωπος που το αγαπάει και το νοιάζεται πραγματικά. Διαχρονικά πιστεύω πως, παρότι πέρασα αρκετά χρόνια μακριά από το Φάληρο, πάντα υπήρχε μια αναγνώριση προς το πρόσωπό μου. Μια σύνδεση που δεν χάθηκε ποτέ. Θα σου πω και μια ιστορία: Όταν το Φάληρο έπαιζε στη Α’ ΕΣΚΑΝΑ, εγώ τότε ήμουν τεχνικός σύμβουλος στον Ερμή Πειραιά. Τελευταία αγωνιστική παίζαμε Άλιμος – Ερμής. Αν χάναμε, το Φάληρο θα υποβιβαζόταν. Κερδίσαμε και σώθηκε το Φάληρο! Δηλαδή, ακόμα κι από μακριά, πάντα κάτι με συνέδεε με αυτή την ομάδα. Έχουμε βρεθεί πολλές φορές αντίπαλοι, με τον Δούκα, με το Αιγάλεω, αλλά πάντα υπήρχε αλληλοσεβασμός. Το Φάληρο ήταν και είναι μέσα στη ζωή μου.
Οι προτάσεις από Παναθηναϊκό και Ολυμπιακό
Έχετε αρνηθεί οικονομικά καλύτερες προτάσεις για λόγους καρδιάς. Αν γυρίζατε τον χρόνο πίσω, θα κάνατε το ίδιο;
Θα σου πω κάτι… Είμαι Ολυμπιακός. Έχω παίξει στον Ολυμπιακό, ο πατέρας μου ήταν έφορος στο μπάσκετ του Ολυμπιακού, και το σπίτι μου είναι στο Πασαλιμάνι. Όταν πανηγυρίζει ο Ολυμπιακός, γίνεται χαμός κάτω από το μπαλκόνι μου. Το 1989, φεύγω από τον Πειραϊκό, μετά από μια διαφωνία με τον αείμνηστο Πέτρο Καπαγέρωφ. Ήμουν τότε ο ανερχόμενος νέος προπονητής της εποχής, και η πρώτη πρόταση που δέχομαι είναι από τον Χρήστο Ιορδανίδη να πάω στον Παναθηναϊκό, βοηθός του. Έκανα πως το σκέφτηκα. Στην πραγματικότητα δεν το σκέφτηκα ούτε δευτερόλεπτο. Του είπα: “Σε ευχαριστώ πάρα πολύ, Χρήστο. Σέβομαι απόλυτα την ομάδα και εσένα, αλλά δεν μπορώ να το κάνω. Δεν μπορώ να το υποστηρίξω αυτό”.
Το 2006, τη χρονιά που το Φάληρο ανέβηκε στην Α2, κάθομαι στο παγκάκι και περιμένω τα παιδιά της ομάδας. Με παίρνει τηλέφωνο ο Σταύρος Ελληνιάδης, που ήταν τότε general manager στον Ολυμπιακό. Μου λέει: “Έφυγε ο Καζλάουσκας, αποφάσισε να μείνει μόνο στην Εθνική Κίνας, και αποφασίσαμε να είναι πρώτος ο Σφαιρόπουλος και να έρθεις εσύ βοηθός του”. Εκείνη τη στιγμή έβγαιναν τα παιδιά του Φαλήρου από τα αποδυτήρια. Του λέω: “Σε ευχαριστώ πάρα πολύ, Σταύρο. Δεν μπορώ να το κάνω. Δεν γίνεται αυτό το πράγμα”. Την επόμενη χρονιά, στη σεζόν που παίξαμε Α2, η Λαμία έριχνε λεφτά. Μου έδιναν για τρεις μήνες όσα λεφτά έπαιρνα σε έναν ολόκληρο χρόνο στο Φάληρο, και πάλι αρνήθηκα. Και δεν ήταν η μόνη φορά. Πολλές περιπτώσεις υπήρξαν. Γιατί, όπως λέω πάντα, σε όποια ομάδα έχω πει “αφήστε με να το σκεφτώ δυο-τρεις μέρες”, τελικά δεν έχω πάει ποτέ. Για μένα, το συναίσθημα παίζει τεράστιο ρόλο.

Τι σας έμαθε το Φάληρο για τη ζωή, όχι μόνο για το μπάσκετ;
Κατ’ αρχάς, το Φάληρο μού γνώρισε ανθρώπους που έγιναν φιλίες ζωής, αυτό είναι το πρώτο και πιο σημαντικό. Το Φάληρο, όπως είπα και στην αρχή, με έμαθε ότι μπορώ να κάνω τα πιο τρελά όνειρα. Και, με έναν μαγικό τρόπο, να βλέπω αυτά τα όνειρα να γίνονται πραγματικότητα. Έστω κι αν, όταν ξυπνήσεις, καταλαβαίνεις πως το όνειρο τελείωσε. Πολλοί με ρωτούν ποια είναι η πιο δύσκολη στιγμή στην καριέρα μου, ως προπονητής και ως άνθρωπος. Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι είναι κάποια ήττα ή εκείνη η χρονιά που ανεβήκαμε στην Α1 και τελικά δεν παίξαμε. Δεν είναι αυτό. Η πιο δύσκολη στιγμή είναι όταν χαλάει μια σχέση, με έναν άνθρωπο, με έναν φίλο που έκανες μέσα στο γήπεδο. Ξέρω ότι πολλοί μπορεί να πουν “μα τι λέει τώρα;”, ότι ίσως ακούγομαι ρομαντικός… Αλλά αυτός είμαι.
Αν έπρεπε να πείτε κάτι στους ανθρώπους που ήταν τότε δίπλα σας, εκεί στα δύσκολα, τι θα τους λέγατε τώρα;
Καλά, το ξέρουν ήδη. Τους αγαπάω. Και είναι ακόμα εδώ, οι περισσότεροι. Αυτό που θα ήθελα να πω, όποτε μου δίνεται η ευκαιρία, είναι ότι στο πέρασμα αυτών των χρόνων υπήρξαν άνθρωποι που τους αγάπησα, αγαπηθήκαμε, ζήσαμε πολλά μαζί, εύκολα και δύσκολα, χαρές και λύπες, και δεν είναι πια μαζί μας. Και γι’ αυτούς πρέπει να γίνει αναφορά. Μιλάω για τον Γιάννη Σπανό και τον Αλέκο Ζαδέ. Δύο διαφορετικοί χαρακτήρες, που… βρίζονταν συνέχεια μεταξύ τους, αλλά το Φάληρο ήταν ένα “παιδί” τους – και για τους δύο.
Το Ρέστειο ήταν ένα ερείπιο σαν γήπεδο, υπήρχε ένα σημείο, μια γούβα, όπου παίζαμε άμυνα και τους οδηγούσαμε εκεί, να κάνουν ντρίμπλα για να φύγει η μπάλα. Όταν όμως βγαίναμε έξω, υπήρχε ένα υπέροχο ηλιοβασίλεμα στο μέρος αυτό. Καθόσουν να πεις δυο κουβέντες και γέμιζε η ψυχή σου. Ακόμα και τώρα, σπάνια τελειώνει η προπόνηση και φεύγουμε αμέσως. Θα καθίσουμε στο παγκάκι, να πούμε δύο ιστορίες. Δεν θέλω όμως να αδικήσω κι άλλες ομάδες που αγάπησα: τον Πειραϊκό, που με έκανε προπονητή, τον Αμύντα, που με έκανε προπονητή ανδρικής ομάδας, το Αιγάλεω, τη Δάφνη, τον Εθνικό Πειραιά. Ξαναγυρίζουμε σε αυτό που λέμε: στο συναίσθημα. Για μένα, όταν νιώθω ότι ο ψυχισμός μου – όπως έλεγε ο αείμνηστος Ξανθός – έχει αδειάσει, έχει φύγει.
«Να μείνει η αγάπη των παιδιών»
Και τέλος, όταν μια μέρα αποφασίσετε να αφήσετε τους πάγκους, τι θα θέλατε να μείνει πίσω σας στο Παλαιό Φάληρο; Μια μνήμη ή ένα συναίσθημα;
Θα έλεγα ότι δεν αφορά μόνο το Φάληρο, αλλά γενικά όπου έχω περάσει: να μείνει η αγάπη των παιδιών. Να σε συναντούν, να σε αγκαλιάζουν και να καταλαβαίνεις ότι το νιώθουν. Το Φάληρο, όπως καταλαβαίνετε, είναι για μένα συναισθηματικό. Και θέλω να μείνει η εμπιστοσύνη και η αγάπη που μου έχει δείξει αυτή η ομάδα. Τώρα που βρίσκομαι στα τελειώματα της καριέρας μου, όταν έρθει αυτή η στιγμή, θέλω να με θυμούνται με αγάπη.
