Εκπαιδευτήρια Γείτονα: «Η απάντηση στον σχολικό εκφοβισμό είναι η καλλιέργεια συναισθημάτων»
Μεγαλώνοντας το Μέλλον
«Ένα παιδί που ασκεί βία, δεν μπορεί να νιώσει τον πόνο του άλλου», εξηγεί ο Νίκος Ιατρού, Υποδιευθυντής Σπουδών και Καθηγητής Φυσικής Αγωγής των Εκπαιδευτηρίων Γείτονα, ο οποίος μοιράζεται, μέσα από ένα άκρως ενδιαφέρον κείμενο, τις σκέψεις του γύρω από την ενδοσχολική βία και το έλλειμμα ενσυναίσθησης που χαρακτηρίζει όλο και περισσότερο τα παιδιά και τους εφήβους σήμερα.
- 05/09/2025, 10:35
- Κείμενο: NouPou.gr
- Φωτογραφίες: Λεωνίδας Τούμπανος
Το τελευταίο διάστημα γίνεται μεγάλη συζήτηση για την ενδοσχολική βία και την παρενόχληση που λαμβάνει χώρα στην αυλή και στην τάξη. Η καθημερινότητα όμως δείχνει ότι η βία δεν έχει πια σύνορα, δεν περιορίζεται σε σχολεία ή γειτονιές, δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο συγκεκριμένων ομάδων, δεν έχει μόνο κοινωνικές ή οικονομικές αιτίες και φυσικά δεν έχει χρώμα, φυλή ή φύλο. Η βία απλώνεται παντού, με διαφορετική ένταση κάθε φορά και παίρνει ποικίλες μορφές. Ακολουθεί την τεχνολογία, αλλά επιμένει και σε παραδοσιακές μεθόδους και αυτό κάνει ακόμα πιο δύσκολη την πρόγνωση, τη διάγνωση και τη θεραπεία της.
Βίαιο δεν χαρακτηρίζεται ένα περιστατικό μόνο όταν παίρνει ακραία μορφή. Βία ασκεί και αυτός που δεν ακολουθεί τους νόμους και τους κανόνες, που δεν σέβεται τον συνάνθρωπό του (είτε είναι σύντροφός του, παιδί του ή ένας άγνωστος), βία ασκεί αυτός που οδηγεί επιθετικά, αυτός που κλέβει τη σειρά, αυτός που απευθύνεται στον συνάνθρωπό του χωρίς ευγένεια. Βία ασκεί και αυτός που σε όλη του τη ζωή έχει μόνο έναν σκοπό: Την εξυπηρέτηση του εαυτού του, χωρίς έστω μια κλεφτή ματιά σε ό,τι ζει και αναπνέει γύρω του.
Άρα λοιπόν, όταν μιλάμε για ενδοσχολική βία, δεν αναφερόμαστε σε ένα φαινόμενο που γεννήθηκε στην αυλή ή στην αίθουσα διδασκαλίας, αλλά σε ένα φαινόμενο που έχει εισβάλει εκεί και έχει αποκτήσει (γιατί το σχολείο είναι ένας μικρόκοσμος) ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Η λειτουργία της εκπαίδευσης βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο τρίπτυχο γονείς – μαθητές – εκπαιδευτικοί. Η βάση είναι οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί. Είναι η συνεργασία της οικογένειας με την οικογένεια του σχολείου. Όσο πιο σταθερή είναι αυτή η βάση, όσο πιο καλή είναι η επικοινωνία σχολείου και οικογένειας, τόσο πιο φυσιολογική και ευτυχισμένη ζωή μπορεί να έχει ένα παιδί.

Τη σημασία του σχολείου στη ζωή των παιδιών τη ζήσαμε όλοι, όταν κατά τη διάρκεια της καραντίνας, τα παιδιά στερήθηκαν ουσιαστικά το σχολείο από τη ζωή τους, καθώς η εξ αποστάσεως εκπαίδευση προσπάθησε να αντικαταστήσει (χωρίς μεγάλη επιτυχία) το ακαδημαϊκό κομμάτι, αλλά δεν μπόρεσε (πώς θα μπορούσε άλλωστε χωρίς την ανθρώπινη επαφή) να αντικαταστήσει το παιδαγωγικό κομμάτι. Τα παιδιά βρέθηκαν ξαφνικά για περισσότερο χρόνο στον ίδιο χώρο με τις οικογένειές τους, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις έδειξαν αμηχανία στην αξιοποίηση αυτού του χρόνου και δυσκολία στην επιτέλεση του παιδαγωγικού τους ρόλου. Αυτή η περίοδος, χωρίς να αποτελεί τη βασική αιτία για την αύξηση των περιστατικών βίας και της συμπεριφοράς των μαθητών, δημιούργησε ένα παιδαγωγικό έλλειμμα που έκανε τα πράγματα δυσκολότερα.
Τι συμβαίνει όμως και τα παιδιά μας σήμερα είναι έρμαια των ορμών και των ενστίκτων τους; Και δεν μιλάμε μόνο για τον σχολικό εκφοβισμό, αλλά για την παραβατικότητα, τις συμμορίες και φυσικά για την έλλειψη σεβασμού προς κάθε κατεύθυνση, ακόμα και προς τον ίδιο τους τον εαυτό. Γνωρίζουμε το αποτέλεσμα: Κάθε μέρα, ανάμεσα στους μαθητές και τους εφήβους πλανιέται ένας φόβος για αυτό που θα τους συμβεί, είτε εντός είτε εκτός σχολείου. Για αυτό που έρχεται αλλά δεν το γνωρίζουν, αυτό που νιώθουν ότι τους απειλεί, αλλά δεν μπορούν να το προβλέψουν και να προφυλαχθούν. Και αυτό δεν είναι καλό, γιατί τα παιδιά πρέπει να ατενίζουν το μέλλον με αισιοδοξία.
Τα παιδιά που προστατεύουμε υπερβολικά στερούνται το πιο πολύτιμο: το συναίσθημα
Τα παιδιά του σήμερα – και μιλάμε για τα δικά μας παιδιά, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχουν παιδιά σε όλο τον κόσμο που στερούνται τροφής και νερού, παιδιά τα οποία κακοποιούνται βάναυσα με κάθε τρόπο, παιδιά που ζουν στα καταφύγια και στα χαλάσματα με τον φόβο της επόμενης σφαίρας ή της επόμενης βόμβας, παιδιά τα οποία υπομένουν τα πάντα – αυτά λοιπόν, τα δικά μας παιδιά, θεωρούμε ότι στην πλειοψηφία τους δεν στερούνται τίποτα ή σχεδόν τίποτα, όσο εμείς οι γονείς τους, καταφέρνουμε να καλύψουμε τις βασικές τους ανάγκες.
Δυστυχώς όμως στερούνται. Στερούνται το συναίσθημα. Και όταν μιλάμε για συναίσθημα δεν εννοούμε μόνο την αγάπη και τη χαρά, αλλά και την απογοήτευση, τη λύπη, τον θυμό, τον φόβο. Συναισθήματα που είναι χρήσιμα για την ισορροπημένη ανάπτυξη ενός παιδιού και ενός εφήβου. Από ένα παιδί λοιπόν που έχει έλλειμμα συναισθημάτων, δεν μπορούμε να ζητάμε να έχει ενσυναίσθηση, να προσλαμβάνει τα συναισθήματα των άλλων σαν να είναι δικά του. Το σίγουρο είναι ότι ένα παιδί που ασκεί βία, δεν μπορεί να νιώσει τον πόνο του άλλου, είναι ανίκανο να μπει στη θέση του. Σήμερα μιλάμε όλο και περισσότερο για την ενσυναίσθηση, αλλά όσο περισσότερο ακούμε για αυτήν, τόσο απομακρυνόμαστε από αυτήν. Και κυρίως βάζουμε εμπόδια στον δρόμο τον παιδιών μας να την ανακαλύψουν.

Οι γονείς δυσκολεύονται σήμερα να ισορροπήσουν ανάμεσα στον μη υγιή και υγιή έλεγχο που ασκούν στη ζωή των παιδιών τους, να ισορροπήσουν ανάμεσα στην προστασία και στην υπερπροστασία. Δεν αντέχουμε να βλέπουμε τα παιδιά μας θυμωμένα, λυπημένα, ακόμα και βαριεστημένα. Δεν αφήνουμε τα παιδιά μας να βιώσουν την απόρριψη και ακόμα περισσότερο δεν τα αφήνουμε να διαχειριστούν και να αντιμετωπίσουν αυτά τα αρνητικά συναισθήματα.
Σε αυτό το σημείο, αν μου επιτρέπετε, θα ήθελα να εκφράσω και μια προσωπική άποψη: Όταν δεν έχεις βρεθεί χαμηλά, όταν δεν έχεις βιώσει έστω και σε μικρό βαθμό τη λύπη, τον φόβο, τον θυμό, τον πόνο, την αδικία, την απόρριψη, είναι δύσκολο να απολαύσεις την επιτυχία, τη χαρά, την αγάπη, τον έρωτα σε όλο τους το μεγαλείο.
Όταν λοιπόν μπαίνουμε ασπίδα μπροστά στο παιδί, νομίζοντας ότι το προστατεύουμε από κάθε αρνητικό συναίσθημα, το μόνο που πετυχαίνουμε είναι να μην μάθει ποτέ του πώς είναι να είσαι στεναχωρημένος, θυμωμένος, φοβισμένος ή να σε έχουν απορρίψει.
Στο ίδιο ακριβώς λάθος μπορεί να υποπέσει και ο εκπαιδευτικός, ο δάσκαλος. Να προσπαθήσει να προστατεύσει τον μαθητή του από τα αρνητικά συναισθήματα που προκαλεί μια παρατήρηση, μια χαμηλή βαθμολογία, μια αποτυχία σε κάποια εργασία, φοβούμενος μήπως του κάνει κακό, φοβούμενος την αντίδραση του γονιού και τα τελευταία χρόνια, στις μεγαλύτερες ηλικίες την αντίδραση του ίδιου του παιδιού.
Πως περιμένουμε λοιπόν από τα παιδιά να νιώσουν αυτά τα συναισθήματα και σε άλλους ανθρώπους;
Αν γονείς και δάσκαλοι δώσουν τον χώρο και τον χρόνο στο παιδί να εκφράσει το πώς ακριβώς νιώθει, να αναφερθούν και οι ίδιοι σε παρόμοια συναισθήματα που έχουν νιώσει, σε παρόμοιες καταστάσεις που έχουν βιώσει, και να του ζητήσουν να μπει στη θέση του άλλου, τα πράγματα θα είναι διαφορετικά. Τα συναισθήματα μαθαίνονται και καλλιεργούνται όταν περιγράφονται.
Η κατάσταση είναι ακόμα πιο δύσκολη σήμερα που τα παιδιά μας ζουν στην ουσία σε δύο διαφορετικούς κόσμους, τον πραγματικό και τον ψηφιακό. Ο ψηφιακός κόσμος είναι στη συνείδηση κάποιων παιδιών πιο σημαντικός από τον πραγματικό, γιατί σε αυτόν τον κόσμο έχουν πετύχει ίσως περισσότερα επιτεύγματα (αισθάνονται δηλαδή πιο σημαντικοί), κινούνται πιο εύκολα, θεωρούν ότι κάθε λάθος μπορεί να διορθωθεί όπως διορθώνεται σε ένα βίντεο παιχνίδι όπου όταν χάνεις μπορείς να ξαναρχίσεις από την αρχή και κυρίως παραμένεις ανώνυμος πίσω από μια οθόνη, πίσω από ένα ψευδώνυμο ή πίσω από τη μάσκα του προφίλ ενός άβαταρ. Εδώ η βία, δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της οργής ενός παιδιού, αλλά της ανάγκης του να ενταχθεί και να κυριαρχήσει σε ένα κοινωνικό σύνολο, να πάρει περισσότερα likes και αυτός είναι ο λόγος που χρειάζεται και περισσότερους μάρτυρες – followers. Αυτό αιτιολογεί και το γεγονός ότι τις περισσότερες φορές, η όποιας μορφής σύγκρουση επιδιώκεται να γίνει μπροστά σε θεατές, που φυσικά παραμένουν αμέτοχοι ή βιντεοσκοπούν το γεγονός για να το ποστάρουν στα social media και να αυξήσουν τα δικά τους likes.
Η ίδια η βιντεοσκόπηση δίνει την αίσθηση της ψηφιοποίησης ενός γεγονότος και τη μετατροπή του σε ένα παιχνίδι όπου δεν υπάρχουν κανόνες, δεν υπάρχουν συναισθήματα και φυσικά δεν υπάρχουν συνέπειες. Κι ας μην ξεχνάμε ότι η εποχή της τεχνητής νοημοσύνης τρέχει ήδη με απίστευτες ταχύτητες, τα παιδιά μας θα μπουν στο όχημά της, καλώς ή κακώς αλλά η μόνη τους ασπίδα θα είναι η συναισθηματική και η ηθική νοημοσύνη, δεξιότητες που στηρίζονται στην ενσυναίσθηση. Και αυτήν πρέπει να την καλλιεργήσουμε εμείς, ιδιαίτερα όταν κάθε χρόνο θα μειώνεται ολοένα και περισσότερο ο ρυθμός των άμεσων ανθρώπινων επαφών και σχέσεων.
Φτάνουμε λοιπόν στο κρίσιμο ερώτημα. Ποιος είναι ο ρόλος του δασκάλου και του σχολείου γενικότερα;
Με μια πρώτη ματιά, η απάντηση είναι εύκολη. Ο ρόλος του δασκάλου όπως και ο ρόλος του γονέα είναι σημαντικός. Το πραγματικό ερώτημα είναι όμως αν θέλουμε ο δάσκαλος να έχει αυτόν τον ρόλο. Αν του δίνουμε τα εφόδια να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες προκλήσεις και να προετοιμάσει τους μαθητές του για αυτές.
Η κοινωνία έχει ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά το σύγχρονο παιδαγωγούν σχολείο, το σχολείο εκείνο το οποίο θα διαπλάθει χαρακτήρες, θα προετοιμάζει δημοκρατικούς, κριτικά σκεπτόμενους και ενεργούς πολίτες. Ίσως η ανάγκη αυτή τα επόμενα χρόνια να γίνει μεγαλύτερη και από την παροχή γνώσης, μιας και η γνώση θα είναι όλο και πιο ανοιχτή και προσβάσιμη.
Για να γίνει αυτό όμως θα πρέπει να αρθούν όλα τα εμπόδια που δεν αφήνουν τον δάσκαλο να λειτουργήσει ελεύθερα, να του δοθούν όλα τα εφόδια, να τους δοθεί λοιπόν εκείνο το υποστηρικτικό πλαίσιο με ειδικές δομές, με στήριξη ομάδας ψυχολόγων που δεν θα σταματάει μόνο στα όρια της τάξης αλλά θα επεκτείνεται στη λειτουργία της οικογένειας.

Είναι τα πειθαρχικά μέτρα η απάντηση στην ενδοσχολική βία;
Το τελευταίο διάστημα έχει επικρατήσει η άποψη ότι το πρόβλημα της βίας εντός και εκτός σχολείου μπορεί να λυθεί μόνο με πειθαρχικά μέτρα. Αυτά τα μέτρα, ακόμα και αν σε πολλές περιπτώσεις προσφέρουν ένα πρόσκαιρο αποτέλεσμα, δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα στη ρίζα του.
Πρόσφατα, σε μια συνέντευξή της, η Χέιλ Ράμπολ Χάνσεν, μια Δανή ειδικός στην Ψυχολογία της Μάθησης και ερευνήτρια του εκφοβισμού, είπε: «Η πειθαρχική αντιμετώπιση είναι σαν να κλείνει κανείς τα μάτια στις αιτίες του προβλήματος. Δεν υπάρχουν έρευνες που να αποδεικνύουν πως τέτοια μέτρα θα φέρουν αποτέλεσμα. Το αντίθετο συμβαίνει. Πρώτα απ’ όλα, άλλαξε η αντίληψή μας γύρω από τον εκφοβισμό και η αλλαγή αυτή ήρθε μέσα από έρευνες που κάναμε και οι οποίες έδειξαν ότι δεν έχει να κάνει με την προσωπικότητα κάποιου. Ο εκφοβισμός είναι μια κοινωνική διαδικασία που δίνει, σε όσους τον ασκούν, το αίσθημα ότι ανήκουν κάπου. Μετά την παρουσίαση των ευρημάτων μας στην UNESCO, επαναπροσδιορίστηκε επίσημα ο ορισμός του.
»Ο εκφοβισμός ορίζεται ως συμπεριφορά ή δράση που αποκλείει άτομα από μια κοινότητα στην οποία έχουν το δικαίωμα να ανήκουν. Οι ερευνητές έχουν διαπιστώσει ότι ο εκφοβισμός προέρχεται από την έμφυτη ανάγκη των παιδιών να ανήκουν σε μια κοινότητα, όπως η τάξη τους. Όταν αισθάνονται ανασφάλεια ή πιθανή απομόνωση, μπορεί να προκύψει άγχος κοινωνικού αποκλεισμού. Τα παιδιά που πλήττονται μπορεί να προσπαθήσουν να αντιμετωπίσουν τον φόβο τους για τον αποκλεισμό δημιουργώντας νέες ομάδες, οι οποίες ενδέχεται να αποκλείουν άλλα παιδιά.
»Μπορεί σε μια αίθουσα ο εκφοβισμός να είναι έντονος και στη διπλανή να μην υπάρχει καθόλου ως φαινόμενο ενώ τα παιδιά να έχουν το ίδιο οικογενειακό και ψυχοσυναισθηματικό υπόβαθρο. Κάποιος μαθητής μπορεί να είναι επιθετικός επειδή αισθάνεται ότι το περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί στη σχολική τάξη είναι αδύναμο. Έτσι, νιώθει την ανάγκη να δημιουργήσει ένα άλλο περιβάλλον και ο εκφοβισμός είναι ένα μικρο-περιβάλλον.
»Η πρόληψη του εκφοβισμού απαιτεί την ανάπτυξη μιας πολιτιστικής κουλτούρας φροντίδας, ανεκτικότητας και συμπερίληψης. Οι κοινότητες που χαρακτηρίζονται από ανοχή και συμπερίληψη αφήνουν ελάχιστο χώρο για τον εκφοβισμό.
»Πρέπει λοιπόν μέσα στο περιβάλλον της σχολικής αίθουσας να καλλιεργηθεί η ιδέα της αλληλεγγύης, η σημασία του να ρωτάμε τον διπλανό μας αν είναι καλά, αν χρειάζεται κάτι και να σεβόμαστε τον συνάνθρωπό μας ανεξαρτήτως βάρους, χρώματος, φύλου και οικονομικής κατάστασης. Όπως διδάσκονται τα Μαθηματικά, η Γεωγραφία και τα υπόλοιπα μαθήματα, έτσι πρέπει να διδάσκονται κι αυτά. Να δίνεται η ίδια βαρύτητα. Επίσης απαιτείται ιδιαίτερη μέριμνα για σχολεία οικονομικά ασθενέστερων περιοχών διότι η φτώχεια επιδεινώνει το πρόβλημα. Τα παιδιά φτωχών οικογενειών έχουν ανάγκη την ευημερία ενός σχολικού περιβάλλοντος, να αισθάνονται ότι κάποιος τα καταλαβαίνει».
Γιατί χρειαζόμαστε το Μάθημα Ενσυναίσθησης
Ο δάσκαλος έχει τη δύναμη να αποβάλει έναν μαθητή που ασκεί εκφοβισμό ή να καλλιεργήσει ένα περιβάλλον συμπερίληψης και σεβασμού μέσα στην αίθουσα. Οι δάσκαλοι πρέπει να εργάζονται πάνω στις αξίες της ενσυναίσθησης και της συλλογικότητας μέσα στην τάξη μαζί με όλα τα παιδιά και αυτό δημιουργεί αίσθημα ασφάλειας στους μαθητές και σιγά-σιγά την αίσθηση ότι ανήκουν σε μια κοινότητα. Σε πολλές χώρες η εκμάθηση της ενσυναίσθησης είναι υποχρεωτική από το 1993 ενώ σε άλλες έχουν δημιουργηθεί εκπαιδευτικά προγράμματα που εφοδιάζουν τους δασκάλους με γνώσεις κοινωνικής ψυχολογίας και εκφοβισμού. Είναι αδύνατον να είναι κάποιος δάσκαλος χωρίς να διαθέτει αυτά τα εφόδια.
Το Μάθημα Ενσυναίσθησης ξεκινά σε αρκετές χώρες από την ηλικία των έξι, στο πρώτο έτος του σχολείου και συνεχίζεται μέχρι την ηλικία των δεκαέξι. Σε αυτό μάθημα οι μαθητές, για μία ώρα κάθε εβδομάδα, κάνουν μαθήματα ενσυναίσθησης. Το μάθημα αυτό ορίζεται από τους εκπαιδευτικούς μια φορά την εβδομάδα, και αποτελεί βασικό μέρος του προγράμματος σπουδών. Ο σκοπός του είναι οι μαθητές να συναντηθούν σε ένα χαλαρό και άνετο περιβάλλον για να συζητήσουν τυχόν προβλήματα που μπορεί να έχουν και η τάξη προσπαθεί να βρει μια λύση.
Κατά τη διάρκειά του είναι ανοιχτό προς συζήτηση οποιοδήποτε πρόβλημα: από προσωπικά προβλήματα ή προβλήματα μεταξύ μαθητών ή ομάδων, οτιδήποτε αφορά το σχολείο ή και όχι. Η υπόλοιπη τάξη και ο δάσκαλος συζητούν τρόπους επίλυσης του προβλήματος. Ο δάσκαλος βοηθά τους μαθητές διδάσκοντάς τους πώς να ακούνε πραγματικά και να κατανοούν τους άλλους. Όταν δεν τίθενται ζητήματα για συζήτηση, η ομάδα συγκεντρώνεται και απλώς χαλαρώνει.
Σε αυτό το μάθημα η τάξη προσπαθεί να σεβαστεί όλες τις πτυχές και τις γωνίες και να βρει μια λύση. Τα προβλήματα των παιδιών αναγνωρίζονται και ακούγονται ως μέρος μιας μεγαλύτερης κοινότητας. Όταν σε αναγνωρίζουν, γίνεσαι σημαντικός.
Και φυσικά ας μην ξεχνάμε τον ρόλο που παίζει ο πολιτισμός στο σχολείο. Και δεν μιλάμε για περιστασιακές εκδηλώσεις ή αθλητικούς αγώνες, μιλάμε για την καθημερινότητα, τη ζωή τους σχολείου. Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότερο, τα εκπαιδευτικά προγράμματα αποψιλώνονται από ομαδικές δράσεις που ενισχύουν τη συνεργασία μεταξύ των παιδιών και από μαθήματα αισθητικής αγωγής, όπως η μουσική, το θέατρο και τα εικαστικά. Φανταστείτε δυο παιδιά που ξενυχτούν για να τελειώσουν μια εργασία, που αλλάζουν πάσες σε ένα γήπεδο, που μοιράζονται πινέλα και χρώματα για ένα έργο. Πώς είναι δυνατόν αυτά τα παιδιά κάποια στιγμή να εκφοβίσουν ή να παρενοχλήσουν το ένα το άλλο;
Πριν από χρόνια κάποιος ρώτησε την ανθρωπολόγο Margaret Mint ποιο ήταν το πρώτο σημάδι πολιτισμού σε μια κουλτούρα. Η Mint του είπε ότι το πρώτο σημάδι πολιτισμού σε μια αρχαία κουλτούρα ήταν ένα μηριαίο οστό 15.000 ετών, το οποίο όμως είχε σπάσει κι έπειτα είχε θεραπευθεί. Η επόμενη ερώτηση ήρθε απόλυτα φυσιολογικά: Γιατί το μηριαίο οστό κι όχι εργαλεία κυνηγιού, κεραμικά σκεύη, θρησκευτικά αντικείμενα ή πρωτόγονες μορφές κοινοτικής αυτοδιοίκησης; Η Mint είπε ότι στο ζωικό βασίλειο όταν σπας το πόδι σου, πεθαίνεις. Δεν μπορείς να δραπετεύσεις από τον κίνδυνο, ούτε να πας στο ποτάμι να πιεις νερό, ούτε να αναζητήσεις τροφή. Γίνεσαι βορά στα θηρία που παραμονεύουν. Κανένα ζώο δεν επιβιώνει με σπασμένο πόδι για τον χρόνο που χρειάζεται το οστό για να δέσει. Ένα μηριαίο οστό που έχει θεραπευθεί είναι απόδειξη ότι κάποιος αφιέρωσε χρόνο για να μείνει μαζί με εκείνον που έπεσε, έδεσε την πληγή, τον μετέφερε σε ασφαλές μέρος, του έφερε τροφή και νερό, τον φρόντισε και τον βοήθησε να αναρρώσει. Γι’ αυτό, το σημείο στο οποίο αρχίζει ο πολιτισμός είναι η βοήθεια σε κάποιον που έχει ανάγκη.
Κάπου εδώ βρίσκεται η ελπίδα για το μέλλον το δικό μας και των παιδιών μας. Γιατί σύμφωνα με τον Pablo Picasso, «Η ουσία της ζωής είναι να βρεις το χάρισμά σου. Ο σκοπός της ζωής είναι να το δωρίσεις».