Δεκαπενταύγουστος στη Νέα Σμύρνη
Ένας Δεκαπενταύγουστος διαφορετικός, στο διήγημα που έγραψε ο Νεοσμυρνιώτης συγγραφέας Δήμος Χρυσός* για το NouPou – μια ιστορία χωρίς ταξίδια και νησιά, αλλά γεμάτη ανθρώπους, στιγμές και μικρές χαρές που μένουν.
- 14/08/2025, 09:57
- Κείμενο: NouPou.gr
«Θα προλάβω! Θα προλάβω!» σκεφτόμουν, καθώς πάταγα το γκάζι και αμέσως το ξανάφηνα, γιατί το μποτιλιάρισμα δεν με άφηνε να πάω πουθενά. Αυτό δεν το είχα υπολογίσει! Πάντα υπολόγιζα τον χρόνο με βάση αυτά που ήξερα για τις συνθήκες της κίνησης. Αλλά αυτό ήταν κάτι πρωτόγνωρο! Πώς κάνουν όλοι έτσι για να φύγουν από την Αθήνα; Πληρότητα στα πλοία είχαν αναφέρει στις ειδήσεις. Πληρότητα στα ξενοδοχεία. Πληρότητα στα πάντα. «Εκτός από αυτά που μετράνε…» σκέφτηκα. «Εκεί υπάρχει κενότητα!»
Το πλοίο έφευγε σε λίγα λεπτά για το νησί. Όλοι οι υπόλοιποι ήταν εκεί κι εγώ κινδύνευα να μείνω μόνος στην Αθήνα για Δεκαπενταύγουστο. Και από ό,τι φαινόταν, θα έμενα πραγματικά μόνος σε μια έρημη πόλη.
Έφτασα στην προβλήτα την ώρα που έλυναν τους κάβους. Ένας λιμενικός μου έκανε αυστηρά νόημα να κόψω ταχύτητα. Συμμορφώθηκα και σταμάτησα εντελώς. Είδα τον καταπέλτη να σηκώνεται και το μεγαθήριο να απομακρύνεται αργά από το λιμάνι. Αυτή η φάση σήκωνε τσιγάρο αλλά δεν καπνίζω. Απλώς έμεινα μερικά λεπτά να κοιτάω απογοητευμένος.
Πήρα τον δρόμο της επιστροφής. Ποιάς επιστροφής; Σε μια πόλη που άδειαζε. Προς το λιμάνι κατέβαιναν ορδές ανθρώπων και αυτοκινήτων. Εγώ πάλι ήμουν μόνος μου στον δρόμο που γύριζε προς τα πίσω.
«Θα κάνω, λοιπόν, Δεκαπενταύγουστο στην Αθήνα μόνος μου! Τις ευχές μου στους υπόλοιπους». Με φαντάστηκα κλεισμένο μέσα στο σπίτι επί τρεις μέρες να βλέπω ταινίες με κλειστά τα παντζούρια. «Θα δω ό,τι δεν έχω δει τα τελευταία δέκα χρόνια!». Προσπαθούσα να γλυκάνω την πίκρα που ένιωθα.
Μια παρήγορη σκέψη εμφανίστηκε ξαφνικά στο μυαλό μου. «Η πόλη δεν είναι ποτέ άδεια όσο υπάρχει ο γιαγιούκος μου!» Ναι! Ήταν ευκαιρία να επισκεφτώ την αγαπημένη μου γιαγιά. Η γιαγιά μου έμενε σε ένα δυάρι στην Άνω Νέα Σμύρνη και τα τελευταία χρόνια φιλοξενούσε και τον γιο της, τον θείο μου τον Βαγγέλη. Ενενήντα χρονών η γιαγιά, άρρωστος ο θείος. Ήταν αδύνατο να μετακινηθούν και, φυσικά, δεν θα πήγαιναν πουθενά για Δεκαπενταύγουστο.
Μετά από λίγο παρκάρισα άνετα στη γειτονιά της γιαγιάς, εκεί όπου συνήθως έκανα γύρους για δέκα λεπτά, μέχρι να βρω θέση. Το κλείδωμα του αυτοκινήτου ήταν ο τελευταίος ήχος που άκουσα. Ακολούθησε η σιωπή. Κοίταξα μπροστά και πίσω. Σε όλο το βάθος του δρόμου δεν κινούνταν τίποτα. Δεν είχα ξαναδεί την πόλη τόσο ήσυχη. Πρέπει να είχαν φύγει οι πάντες. Ένα σπουργίτι πέταξε σε ένα δέντρο. Χάρηκα που είδα μια ένδειξη ζωής.
Η γιαγιά χάρηκε πολύ που με είδε.
– Αα, τί κάνεις εσύ εδώ;
Κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά. Της αφηγήθηκα τη μικρή μου περιπέτεια και πώς έχασα τελευταία στιγμή το καράβι. Την διάνθισα με αστείες λεπτομέρειες και η γιαγιάκα μου γέλασε αυθόρμητα, όπως έκανε πάντα με ό,τι κι αν συνέβαινε.
– Να σου φτιάξω καφέ;
– Μην σε κουράζω!
– Διπλό, έτσι;
– Ναι, γιαγιούκο!
Καθώς μου έφερνε τον καφέ, της είπα εύθυμα:
– Αχ, γιαγιά, καλά που είσαι κι εσύ και βρήκα καταφύγιο!
– Άι, βρε, μη στεναχωριέσαι! Ταλαιπωρίες είναι αυτά! Πιες το καφεδάκι σου. Σου έχω και ωραία μπιφτέκια μετά. Μας τα άφησε η μάνα σου πριν φύγει.
– Ααχ, ο καλύτερος καφές του κόσμου. Εσύ κάνεις τον καλύτερο, το ξέρεις;
Γέλασε πάλι με την καρδιά της! Σηκώθηκα και την αγκάλιασα τρυφερά.
– Το ξέρεις ότι από σένα βγήκαμε όλοι; Αν δεν υπήρχες εσύ, δεν θα υπήρχε κανένας από όλους αυτούς εδώ, παιδιά, εγγόνια και ανίψια. Όλοι από σένα προερχόμαστε!
Της έσκασα ένα φιλί στο κούτελο και έκατσα στο παλιό τραπέζι για να απολαύσω τον καφέ.
– Θυμάσαι που ερχόμουνα μικρός και μου έκανες καφέ κι εγώ σου έλεγα τα σχέδια μου για το μέλλον;
– Ε, βέβαια, εσύ ερχόσουν πιο πολύ από όλους.
– Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν! Νιώθω τώρα σαν να είμαι δώδεκα χρονών!
Αρχίσαμε να μιλάμε για πολλά και διάφορα με τη γιαγιά, παλιά και καινούργια. Είπαμε τα νέα του σογιού. Ευχαριστηθήκαμε.
Ο θείος Βαγγέλης ήταν ξαπλωμένος. Τα παλιότερα προβλήματα υγείας είχαν επιδεινωθεί πρόσφατα μετά από μια θερμοπληξία. Μαζί με την γυναίκα που τον φρόντιζε, τη Ράνια, τον σηκώσαμε και τον βάλαμε στην πολυθρόνα. Χάρηκε πολύ μου με είδε, γιατί ήμουν ο αγαπημένος του ανιψιός. Ο λόγος απλός: Μου άρεσε ο Βίκτορ Ουγκό! Ο θείος ήταν φανατικός με τον Ουγκό. Όταν ήταν μικρός, είχε διαβάσει όλα τα βιβλία του.
– Θείε, πού να στα λέω! Πήγα πρόσφατα στη Γαλλία και επισκέφτηκα το σπίτι όπου γεννήθηκε ο Βίκτορ Ουγκό.
Τα μάτια του θείου μου γουρλωθήκανε. Η φωνή του μετά βίας έβγαινε, γιατί η μυόλυση είχε πειράξει τις φωνητικές χορδές. Αλλά κατάφερε και ψιθύρισε:
– Σοβαρά;
– Ναι! Δεν είχε ζήσει σε αυτό το σπίτι. Μόνο γεννήθηκε εκεί. Λοιπόν, το έχουν γεμίσει με αποφθέγματα δικά του σε όλους τους τοίχους. Σε έναν τοίχο γράφει: «Εκεί που τελειώνει η άγνοια, αρχίζει η ελευθερία».
Ο θείος κούνησε με δέος το κεφάλι. Μου ψιθύρισε με δυσκολία ότι:
– Οι Άθλιοι είναι το σπουδαιότερο μυθιστόρημα όλων των εποχών.
Συμφώνησα μαζί του και μιλήσαμε λίγη ώρα για τον Ουγκό. Χάρηκε πολύ ο θείος.
Ύστερα μίλησα με τη Ράνια. Βασανισμένος άνθρωπος. Μου είπε για τον γιο της που είναι στη Γεωργία αλλά έχει καιρό να τον δει, γιατί ελλείψει άδειας διαμονής δεν μπορεί να ταξιδέψει. Έβγαλε από το πορτοφόλι της και μου έδειξε φωτογραφίες από την οικογένεια του γιου και, κυρίως, από το εγγονάκι της, δύο χρονών.
– Μόνο από φωτογραφίες το έχω δει, μου είπε με παράπονο και ένα δάκρυ ετοιμάστηκε να κυλήσει.
Τότε χτύπησε το κουδούνι και εμφανίστηκε ο Αριστοτέλης. Ο ογδοντάχρονος γείτονας που έμενε τα τελευταία τριάντα χρόνια στο άλλο διαμέρισμα του ορόφου.
– Τι κάνεις, αγόρι μου; Καλά είσαι;
– Καλά είμαι, Αριστοτέλη! Εσύ πώς είσαι; Η Μαρία πώς είναι;
– Ε, ξέρεις τώρα. Έχει χειροτερέψει. Δεν θέλει να περπατάει καθόλου. Θέλει εμένα να την πηγαίνω παντού, στην κουζίνα, στο μπάνιο. Τα έχω αναλάβει εγώ όλα. Δεν πειράζει, όμως! Όσο εγώ μπορώ, θα τα κάνω!
– Μπράβο, βρε Αριστοτέλη! Είσαι αξιέπαινος!
– Δε βαριέσαι! Ό,τι σου τύχει! Όλα από το Θεό είναι. Εσύ δεν έφυγες για Δεκαπενταύγουστο;
Αχ! Του είπα και του κυρίου Αριστοτέλη την ιστορία… Τότε, χτύπησε το κουδούνι και εμφανίστηκε η Γεωργία, η τρελούτσικη ξαδέλφη μου, που έμενε από πάνω. Μόλις με είδε, ούρλιαξε!
– Ααα! Ξάδερφε! Τι κάνεις εδώ; Σε παράτησαν όλοι κι έφυγαν; Αχαχαχα!
– Πού να στα λέω!
Της τα διηγήθηκα εν συντομία.
– Καλύτερα! Εγώ ακούω για ταξίδια και πλοία και με πιάνει σύγκρυο! Δεν χαλάω το πρόγραμμά μου με καμία κυβέρνηση. Ξύπνημα στις δώδεκα, για μπάνιο στο Φάληρο και μετά διάβασμα και σειρές.
– Θα κάτσεις να φάμε; Έχει αφήσει κάτι μπιφτέκια η μάνα μου.
– Αμέ! Για κάτσε να φτιάξω και μια σαλάτα στα γρήγορα.
Ο Αριστοτέλης έφυγε απαρατήρητος και γύρισε με ένα τάπερ.
– Αυτό το κοτόπουλο μου το έστειλαν από το χωριό. Είναι λουκούμι! Και βιολογικό, έ; Ούτε φάρμακα, ούτε τίποτα!
Ο θείος Βαγγέλης μου έκανε νόημα ότι κάτι ήθελε να μου πει.
– Κοίτα μέσα, στην ντουλάπα στο δωμάτιο. Έχει ένα κασετόφωνο. Και είναι και οι κασέτες μου εκεί.
– Έγινε, θείε. Πάω να δω.
Πράγματι, στην ντουλάπα υπήρχε το παλιό κασετόφωνο του θείου και μια τεράστια συλλογή από κασέτες. Το έφερα στο σαλόνι και το έβαλα στο τραπέζι. Ευτυχώς, λειτουργούσε. Η συλλογή απίστευτη. Όλη η ελληνική μουσική των δεκαετιών του ’60 και του ’70 ήταν εκεί. Έβαλα έναν Πολυμέρη να παίζει αλλά σύντομα καταλήξαμε στον Καζαντζίδη.
Πετάχτηκα μέχρι τον φούρνο της γειτονιάς, εκεί που μικρός πήγαινα για παγωτό χωνάκι με μόκα και φράουλα. Γύρισα με μερικές μπύρες και ένα κουτί παστάκια.
Γέμισα τα ποτήρια όλων. Η γιαγιά δεν έπινε, ούτε ο θείος. Βρέξανε, όμως, τα χείλη τους για το καλό.
Τσουγκρίσαμε όλοι εγκάρδια και αρχίσαμε να τσιμπολογάμε. Μετά από λίγο βρεθήκαμε να τραγουδάμε όλοι μαζί «μα εγώ δεν είμαι αετός, είμαι της γερακίνας γιος».
Η Ράνια ήπιε περισσότερο από όλους και σύντομα σηκώθηκε και χόρεψε. Πρώτη φορά την είδα τόσο χαλαρή και ξαλαφρωμένη. Μετά ήταν η σειρά της ξαδέρφης και η δική μου, παρόλο που ποτέ δεν χορεύω. Ο κύριος Αριστοτέλης πάλι χόρεψε με αργές κινήσεις ένα βαρύ ζεϊμπέκικο.
Ο θείος Βαγγέλης είχε ενθουσιαστεί. Προσπαθούσε να χειροκροτήσει και με δυσκολία τα κατάφερνε. Με φώναζε κοντά του και μου ψιθύριζε το επόμενο τραγούδι που ήθελε να ακούσει.
Μέσα σε όλα αυτά, στο κέντρο αυτής της πανδαισίας, ήταν η γιαγιά μου. Χαμογελούσε γαλήνια και ευτυχισμένα. Έτσι την είχα ξαναδεί μόνο όταν ήμασταν για Δεκαπενταύγουστο στο χωριό της. Η γιαγιά μου χαιρόταν όταν χαίρονταν οι άλλοι. Γι’ αυτό ήταν ακόμα η ψυχή της μεγάλης οικογένειας.
Αυτός ήταν ο καλύτερος Δεκαπενταύγουστος που έχω περάσει. Τότε που δεν μπόρεσα να φύγω από την Αθήνα, μαζί με όλους όσοι δεν μπορούσαν να φύγουν ποτέ…
* Ο Δήμος Χρυσός γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νέα Σμύρνη και κατοικεί στη Γλυφάδα. Είναι Εφέτης διοικητικών δικαστηρίων. Το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Ο ερημίτης του Ραχμαντάν και άλλες ιστορίες», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιωλκός.