Μεγαλώνοντας στην Άνω Νέα Σμύρνη τη δεκαετία του ’80

Ο Νεοσμυρνιώτης συγγραφέας Δήμος Χρυσός* μοιράζεται εικόνες γνώριμες, απο μια αγαπημένη γειτονιά του παρελθόντος, από παιχνίδι στους δρόμους, υπαίθριο σινεμά και στέκια γεμάτα νοσταλγία.
- 20/01/2025
- Κείμενο: Δήμος Χρυσός
Γωνία οδών Κερασούντος και Αδριανουπόλεως, Άνω Νέα Σμύρνη.
Αρχές της δεκαετίας του ’80, ένα καλοκαιρινό απόγευμα…
Ένα μικρό ημιφορτηγό σταματάει ξαφνικά στη μέση του δρόμου. Τα παιδιά σταματάνε να παίζουν. Δυο άντρες κατεβαίνουν από το αυτοκίνητο. Φοράνε πουκάμισο και υφασμάτινο παντελόνι. Μοιάζουν με δημοσίους υπαλλήλους. Έχουν ευγενική φυσιογνωμία. Κοντοστέκονται και ρίχνουν μερικές ματιές τριγύρω στον δρόμο. Γυρνάνε προς την καρότσα του ημιφορτηγού και αρχίζουν να βγάζουν διάφορα αντικείμενα. Ο μεγαλύτερος δίνει οδηγίες. Τα αντικείμενα που βγάζουν τα ακουμπάνε κάτω, στον δρόμο.
Όλα τα παιδιά έχουμε μείνει έκθαμβα. Προσπαθούμε να καταλάβουμε τι ακριβώς κάνουν. Παρατηρούμε τα αντικείμενα. Πρόκειται για τα εξαρτήματα ενός προτζέκτορα. Λίγη ώρα μετά, το στήριγμα του προτζέκτορα έχει στηθεί, το μεγάλο πανί έχει κρεμαστεί και οι δύο άντρες αναζητούν πώς θα στερεώσουν το μηχάνημα για την προβολή. Πρόκειται για υπαλλήλους του Δήμου.
«Συγγνώμη, κύριε! Τι είναι αυτό;», ρώτησε το πιο θαρραλέο από τα παιδιά. Ο ευγενικός κύριος απάντησε χαμογελαστός: «Θα προβάλουμε μια ταινία. Στις 9 η ώρα. Ρομπέν των Δασών»
Λίγο αργότερα τα νέα είχαν μαθευτεί σε όλη τη γειτονιά. Στις 9 η ώρα δεκάδες μικροί και μεγάλοι καθόμασταν κάτω στη ζεστή άσφαλτο, τρώγοντας και πίνοντας και περιμένοντας με ανυπομονησία να ξεκινήσει η ταινία. Πολλοί μεγάλοι είχαν φέρει καρέκλες και σκαμπό.
Ήταν η πρώτη φορά που είδα Ρομπέν των Δασών. Εκεί στη μέση της ασφάλτου, δίπλα στο παρκάκι με τα ψηλά σκοτεινά δέντρα, κάτω από τα χιλιάδες αστέρια ενός καθαρού, καλοκαιρινού ουρανού, μαζί με όλους τους φίλους μου και τους γείτονές μας. Πόση περισσότερη μαγεία να χωρέσει σε μια γειτονιά της Αθήνας;
Στην οδό Κερασούντος είχαμε μετακομίσει αρχές του 1982 από την οδό Αμισού, όπου μέναμε μέχρι τότε σε νοικιασμένο σπίτι. Τώρα, επιτέλους, οι γονείς μου είχαν καταφέρει να αγοράσουν το δικό μας διαμέρισμα, για το οποίο πλήρωναν κάθε μήνα τη δόση απευθείας στον κατασκευαστή, με γραμμάτια. Χωρίς μεσολάβηση τράπεζας. Έτσι συνηθιζόταν τότε.

Πιστεύω ακράδαντα ότι κάθε γειτονιά έχει τη δική της ψυχή, σαν να είναι ζωντανό πλάσμα. Και η ψυχή αυτή καθορίζεται όχι μόνο από την τοποθεσία, τα σπίτια, τα δέντρα, τα μαγαζιά, αλλά κυρίως από τους ανθρώπους που την κατοικούν.
Το πρώτο που μου έκανε εντύπωση στην οδό Κερασούντος ήταν ότι όλα τα παιδιά περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος της μέρας τους (όταν δεν ήταν στο σχολείο, φυσικά) στον δρόμο. Έναν δρόμο χωρίς καθόλου αυτοκίνητα! Δεν εννοώ μόνο ότι δεν περνούσαν αυτοκίνητα αλλά και ότι δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου παρκαρισμένα αυτοκίνητα! Θυμάμαι, μάλιστα, πόσο ενοχλητικό μας φαινόταν το γεγονός ότι υπήρχε ένα και μοναδικό αυτοκίνητο, ενός συνταξιούχου γείτονα, που το πάρκαρε στην πάνω πλευρά του δρόμου, το οποίο περιόριζε μερικές φορές το πεδίο δράσης μας!
Εμείς μέναμε στην πρώτη πολυκατοικία που χτίστηκε στη γειτονιά. Απέναντι από το σπίτι μας υπήρχε μια αλάνα, όπου ήταν παρατημένο ένα κρις κραφτ. Το σκάφος αυτό αποτέλεσε το βασικό παιχνίδι όλων των παιδικών μας χρόνων! Ανεβαίναμε όλοι επάνω, καθόμασταν στις θέσεις του οδηγού και του συνοδηγού, τραβούσαμε τον λεβιέ, χωνόμασταν στον χώρο κάτω από την πλώρη του ή στον κενό χώρο δίπλα στη μηχανή και πλάθαμε κάθε λογής ιστορία. Καμιά φορά μέλισσες είχαν φτιάξει τη φωλιά τους και, όταν άρχιζαν να υψώνονται απειλητικά, εμείς τρέχαμε μακριά πανικόβλητοι. Τα τσιμπήματα από τσουκνίδες ήταν μέσα στο πρόγραμμα, όπως και η χρήση ως αντιδότου της μολόχας. Αμφότερα τα φυτά έθαλλαν σε πεζοδρόμια, οικόπεδα και αλάνες της περιοχής.
Ποδόσφαιρο, τα μήλα, αγώνες τρεξίματος, κρυφτό και οτιδήποτε αυτοσχέδιο σκεφτόμασταν κάθε ημέρα, αυτά ήταν τα παιχνίδια μας. Άλλες φορές παίζαμε επιτραπέζια, ανταλλάσσαμε κάρτες Panini και μερικά βράδια λέγαμε τρομακτικές ιστορίες.
Αγγλικά πηγαίναμε όλοι στο φροντιστήριο της κυρίας Νανάς. Δεύτερη γλώσσα σπανίως έκανε κανείς.
Τα ελάχιστα μαγαζιά της περιοχής ήταν και τα ορόσημα της καθημερινότητάς μας. Για γλυκά ή παγωτό πηγαίναμε στο Dolce στα Λουτρά, το «κέντρο» της γειτονιάς. Στα γλυκά επικρατούσε το ποντίκι, ενώ στα παγωτά ο συνδυασμός φράουλας-φυστικιού ή η μόκα. Πίτσα παίρναμε από το Pizza Montreal στη γωνία (οι ιδιοκτήτες είχαν έρθει από τον Καναδά, εξ ου και το όνομα). Θυμάμαι ακόμα το τηλέφωνο που παραγγέλναμε… Κάθε Τετάρτη γινόταν η λαϊκή δυο δρόμους παραπάνω και οι νοικοκυρές προμηθεύονταν τα απαραίτητα. Μέσα σε απόσταση 50 μέτρων βρίσκονταν το περίπτερο, ο φούρνος, ο χασάπης. Αργότερα άνοιξε το πρώτο σούπερ μάρκετ, εκεί στη γωνία των Λουτρών.
Για οτιδήποτε εκτός από φρέσκα τρόφιμα πηγαίναμε στον «κουτσό», όπως λέγαμε όλοι το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς. Ένα απίθανο μέρος! Ένα μικρό μαγαζάκι, με πράγματα από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι, των οποίων ο ιδιοκτήτης γνώριζε πάντα την ακριβή θέση! Εκεί αγόρασα τα πρώτα μου χαρτόνια για κατασκευές, καψούλια για το πιστόλι μου, αποκριάτικα αξεσουάρ, τα πρώτα Playmobil (ζητούσα πάντα ένα, όταν γυρίζαμε από τον παιδίατρο, που με εξέταζε στο ΙΚΑ του Νέου Κόσμου). Μια ανάσα από το ψιλικατζίδικο ήταν το 7ο Δημοτικό Σχολείο, όπου πήραμε τις πρώτες γνώσεις και νιώσαμε τα πρώτα χτυποκάρδια. Άλλες δραστηριότητες σχεδόν κανείς δεν έκανε.


Δεν άργησε να ανοίξει το πρώτο βιβλιοπωλείο της περιοχής, ο Ηριδανός. Αλλά εκείνο που άλλαξε τα δεδομένα ήταν το πρώτο σουβλατζίδικο, ακριβώς δίπλα στο σπίτι μας! Όταν η μητέρα μου γύριζε αργά από τη δουλειά και δεν είχε προλάβει να φτιάξει φαγητό, ο ενθουσιασμός χτύπαγε κόκκινο. Θα τρώγαμε σουβλάκια! Θυμάστε πώς ήταν τότε τα σουβλάκια; Γύρος δεν υπήρχε ακόμα και δεν έβαζαν μέσα πατάτες. Το σουβλατζίδικο έκανε τεράστια επιτυχία στη γειτονιά. Βρέθηκαν να δουλεύουν ολόκληρες τρεις οικογένειες σε αυτό κι έτσι λίγο αργότερα μετακόμισε λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο μακριά, επί της οδού Αγχιάλου. Λίγα χρόνια μετά, μια τρομακτική έκρηξη, που προκλήθηκε από διαρροή αερίου, απέβη μοιραία για όσους εργάζονταν εκείνη τη στιγμή.
Περάσανε μερικές δεκαετίες από τότε… Πηγαίνω ακόμα στην παλιά μου γειτονιά, γιατί το πατρικό μου είναι ακόμα εκεί. Τα πράγματα έχουν αλλάξει. Το φροντιστήριο Αγγλικών έχει γίνει γραφείο κηδειών. Το Dolce έχει γίνει μαγαζί με κινέζικα ρούχα. Ο «κουτσός» έχει κλείσει προ πολλού και το 7ο Δημοτικό δεν υπάρχει πλέον.
Κυρίως, όμως, έχουν χτιστεί πάρα πολλές καινούργιες πολυκατοικίες, επταώροφες ή οκταώροφες. Ο δρόμος που παίζαμε μπάλα μικροί είναι κατακλυσμένος από παρκαρισμένα αυτοκίνητα, γιατί οι πολυκατοικίες που χτίστηκαν δεν έχουν αρκετές θέσεις στάθμευσης. Η μητέρα μου διηγείται ότι μερικές φορές περιπλανιέται για αρκετή ώρα, μέχρι να βρει μια θέση να παρκάρει…
Από το μπαλκόνι του σπιτιού μας, που ήταν σε υπερυψωμένο ισόγειο, βλέπαμε απευθείας τον Υμηττό. Αυτή η πολυτέλεια χάθηκε προ πολλού. Το συνειδητοποίησα απότομα μια μέρα, όταν αράζοντας στο μπαλκονάκι μας, ένιωσα ένα βλέμμα πάνω μου. Από το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου της απέναντι νεόδμητης πολυκατοικίας, ελάχιστα μέτρα πιο πέρα δηλαδή, με κοίταζε βλοσυρά και με ακίνητο βλέμμα ένας αγουροξυπνημένος, εύσωμος μυστακοφόρος, που έπινε τον απογευματινό του καφέ. Αντίο για πάντα, Υμηττέ, περήφανο βουνό της Αττικής γης!
Το πώς μισοκαταστράφηκε η Νέα Σμύρνη με την υπερβολική δόμηση είναι κάτι κοινώς γνωστό. Η ίδια μοίρα έχει επιφυλαχθεί σε όλες τις περιοχές της Αθήνας και είναι απλά θέμα χρόνου πότε θα επέλθει το μοιραίο στην κάθε μία. Στη Γλυφάδα, όπου διαβιώ πλέον, με τον Νέο Οικοδομικό Κανονισμό άρχισαν να ξεφυτρώνουν παντού πενταώροφες οικοδομές, δίπλα στις μέχρι τώρα υφιστάμενες τριώροφες. Αυτό φαίνεται να σταμάτησε μετά από πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Αυτό, όμως, που δεν αλλάζει είναι ο τρόπος που «φτιάχνουμε» τις πόλεις μας. «Φτιάχνουμε», σχήμα λόγου. Ο τρόπος που τις καταστρέφουμε έπρεπε να γράψω. Οι ίδιες νοοτροπίες, η ίδια αναρχία, η ίδια επικράτηση του ατομικού συμφέροντος έναντι του κοινού καλού. Όσο εμείς δεν αλλάζουμε, τόσο θα επαναλαμβάνουμε τον εαυτό μας σε κάθε νέα περιοχή που καταλαμβάνουμε.
Πηγαίνοντας πλέον στο πατρικό μου σπίτι, στην οδό Κερασούντος, χρειάζεται να σηκώσω ψηλά το κεφάλι μου, για να αντικρύσω την λωρίδα ουρανού που έχει μείνει ελεύθερη μεταξύ των κτισμάτων.
Κι όμως… Η μαγεία της παιδικής μου ηλικίας είναι εκεί! Όλες οι αναμνήσεις που δεν χάνονται ποτέ… Κάθε σπιθαμή του δρόμου και ένα σεντούκι με αναμνήσεις… Κάθε φορά που πατάω το πόδι μου στην παλιά μου γειτονιά, η ψυχή μου γλυκαίνει…
Εκεί που θυμάμαι να τρώω τα πρώτα μου παγωτά, να σκαρφαλώνω στα δέντρα, να πέφτω από το ποδήλατο και να ματώνω το γόνατό μου, να διαπιστώνω πόσο γρήγορα μπορώ να τρέξω γύρω από το τετράγωνο, να φτιάχνω τις πρώτες μου χιονόμπαλες.
Να γυρνάω σπίτι βιώνοντας τις πρώτες ερωτικές απογοητεύσεις, να ακούω τα πρώτα μου βινύλια, να ξεκινάω να παίζω μπάσκετ το ’87, να κλείνομαι στο δωμάτιο για να διαβάσω για τις Πανελλαδικές, να φέρνω στο σπίτι τα νέα για την είσοδό μου στο πανεπιστήμιο, που έκαναν τον πατέρα μου να κλαίει…
Να γυρνάω ξημερώματα μετά από φοιτητικές εξόδους, ψάχνοντας στην κουζίνα κάτι να φάω, να διαβάζω για τις εξεταστικές με κόκκινα μάτια, να φεύγω ανόρεχτα για να πάω φαντάρος, να επιστρέφω αδειούχος, πετώντας από χαρά, και, τελικά, να φεύγω οριστικά για να παντρευτώ και να δώσω στα παιδιά μου μια καινούργια γειτονιά…
Η γειτονιά που μεγάλωσες είναι για πάντα η γειτονιά που μεγάλωσες, ακόμα κι αν έχουν αλλάξει τα πάντα… Διότι δεν έχει σημασία που κατοικεί το σώμα σου. Η ψυχή έχει το δικό της σπίτι…
* Ο Δήμος Χρυσός γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νέα Σμύρνη και κατοικεί στη Γλυφάδα. Είναι Εφέτης διοικητικών δικαστηρίων. Το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Ο ερημίτης του Ραχμαντάν και άλλες ιστορίες», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιωλκός.