Δημήτρης Κωνσταντάρας: Ο μετρ του θρυλικού La Bussola θυμάται τα στέκια της παλιάς Γλυφάδας
Από τα φιλέτα του La Bussola στις μπίρες του Oscar και από τον Καραμανλή στον Τραβόλτα, η Γλυφάδα των περασμένων δεκαετιών ξετυλίγεται μέσα από τις μνήμες του Δημήτρη Κωνσταντάρα, του ανθρώπου που υπήρξε επί 30 χρόνια το πρόσωπο πίσω από το ιστορικό εστιατόριο της πόλης.
- 20/08/2025, 19:05
- Κείμενο: Γιώργος Λαμπίρης
- Φωτογραφίες: Λεωνίδας Τούμπανος
H πιάτσα της Γλυφάδας διήλθε αρκετών μεταλλάξεων τα τελευταία χρόνια. Με πολλά διαφορετικά πρόσωπα, θρυλικά εστιατόρια που προσέλκυσαν θαμώνες από όλη την Αθήνα και όχι μόνο, ενίοτε αποτέλεσαν καταφύγιο για γνωστές προσωπικότητες από το εξωτερικό. Ο Δημήτρης Κωνσταντάρας είναι ένας από τους πιο έμπειρους ανθρώπους της γλυφαδιώτικης εστίασης, όντας ο άνθρωπος που ταυτίστηκε με το ιστορικό ιταλικό εστιατόριο La Bussola ως μέτρ και διευθυντής του με θητεία 30 ετών. Στη συνέχεια ανέλαβε διευθυντής στο εστιατόριο της παραλίας «Νικόλας της Σχοινούσας», όπου είχαμε την ευκαιρία να τον συναντήσουμε.
Πριν εργαστεί στο La Bussola, ο Δημήτρης Κωνσταντάρας θήτευσε, μετά τη στρατιωτική του θητεία, σε μια πολυεθνική εταιρεία. Ωστόσο, καθώς ο μισθός στην εστίαση ήταν κατά πολύ υψηλότερος, αποφάσισε τελικά να τη δοκιμάσει. Κάπως έτσι έγινε βοηθός σερβιτόρου στο La Bussola, αργότερα σερβιτόρος και μετά από περίπου δύο χρόνια χρίστηκε διευθυντής του μαγαζιού, το οποίο κάποια στιγμή αριθμούσε 70 άτομα στο προσωπικό του.
Η συζήτηση ξεκινάει με αφορμή την πρόσφατη διακοπή λειτουργίας του εστιατορίου «Σασμός» στη συμβολή των οδών Γρηγορίου Λαμπράκη και Ποσειδώνος. Είναι ακριβώς το σημείο που παλαιότερα – από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 έως και τα μέσα της δεκαετίας του 2010 – αποτέλεσε τοπόσημο και χώρο συνάντησης ανήσυχων γαστριμαργικά πνευμάτων αλλά και νυχτερινών διασκεδαστών που, λίγο πριν την έξοδό τους στα Αστέρια του Παπαργυρόπουλου, απολάμβαναν το γεύμα τους στο La Bussola.
«Εγώ δεν πρόλαβα το κτίριο των οδών Λαμπράκη και Ποσειδώνος πριν το La Bussola. Φημολογείται όμως ότι εκεί βρισκόταν μία μονοκατοικία, όπου στεγαζόταν ένα μπαρ της εποχής εκείνης. Εκεί σύχναζαν κυρίως οι Αμερικανοί από τη Βάση του Ελληνικού. Στο πίσω μέρος υπήρχε ένας ακάλυπτος χώρος που χρησιμοποιούνταν σαν αυλή κι εκεί διοργανώνονταν τα πάρτι της εποχής. Αργότερα κατεδαφίστηκε για να δημιουργηθεί το κτίριο που υπάρχει και σήμερα», λέει ο Δημήτρης Κωνσταντάρας.
Kατά τον ερχομό του ο ομογενής εκ Γερμανίας Νίκος Μύρτας είδε τον χώρο και αμέσως σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να δημιουργήσει εκεί ένα ιταλικό εστιατόριο. «Ο ίδιος ζούσε στη Γερμανία, όπου διατηρούσε ιταλικό εστιατόριο σε αυτή τη γωνία. Όλα συνέπεσαν με τη χρονική στιγμή όπου αναζητούσε ελληνικό σχολείο για τα παιδιά του, καθότι δεν ήθελε να τα στείλει σε γερμανικό σχολείο της Γερμανίας».
«Όταν δημιουργήθηκε το La Bussola, πολλοί θεώρησαν ότι θα αποτύχει»
«Το 1977, όταν βρέθηκα στην Αθήνα, η Γλυφάδα δεν θύμιζε σε τίποτα το σήμερα. Η γωνιά Λαμπράκη και Ποσειδώνος ήταν έρημη. Όλο το παιχνίδι γινόταν στην πλατεία Γλυφάδας και τους γύρω δρόμους. Ο κόσμος σύχναζε στη ‘Μπιφτεκούπολη’ που υπήρχε από τότε, καθώς και στα μπαράκια γύρω από την πλατεία. Εκεί χτυπούσε η καρδιά της αγοράς της πόλης. Γι’ αυτό και πολλοί επιχειρηματίες, όταν δημιουργήθηκε το La Bussola, θεώρησαν ότι θα αποτύχει καθότι η πιάτσα βρισκόταν σε εντελώς διαφορετικό σημείο τότε. Όπως ξέρετε ίσως, τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ διαφορετικά, καθότι το La Bussola ξεκίνησε να λειτουργεί τον Ιούνιο του 1977 και με τα χρόνια έγινε ένα από τα γνωστότερα και πιο δημοφιλή εστιατόρια της Αθήνας».

«Θα έλεγα ότι δημιουργήθηκαν δύο φυλές καταναλωτών στη Γλυφάδα από ένα σημείο και ύστερα. Για παράδειγμα το La Bussola προσέλκυσε ένα αστικό κοινό της εποχής, όπου αρκετές οικογένειες έρχονταν τις Κυριακές να γευματίσουν σ’ εμάς, ενώ εμπιστεύονταν το μαγαζί για να στείλουν τα παιδιά τους κάποια βράδια να φάνε με την παρέα τους. Βασιλείς από τη Σαουδική Αραβία, η Νταϊάνα, oι Deep Purple, ο Τζον Τραβόλτα, ήταν μόνο μερικοί από τους διάσημους επισκέπτες του εστιατορίου. Θυμάμαι ότι ο Τραβόλτα ερχόταν από την Ινδία με ενδιάμεση στάση στην Ελλάδα, έμενε στον Αστέρα Βουλιαγμένης, κι ενώ όλοι τον περίμεναν στην Αυτοκίνηση, ήρθε ξαφνικά σ’ εμάς με δώδεκα άτομα παρέα. Από την άλλη υπήρχαν οι φυλές των πελατών που προτιμούσαν τα σουβλατζίδικα και τα μπεργκεράδικα της πλατείας, που ήταν η ήδη υπάρχουσα όψη της πόλης», αφηγείται ο κύριος Κωνσταντάρας.

Το ακίνητο του πρώην La Bussola που μέχρι πρότινος στεγαζόταν ο «Σασμός» καθώς και το όμορο κατάστημα, Coffee Island, ανήκουν στους κληρονόμους της οικογένειας Μύρτα. Πριν τον Σασμό, λειτούργησε ένα λιβανέζικο εστιατόριο στο ίδιο σημείο, με την ονομασία «Souk». «Κανένα από τα μαγαζιά που άνοιξαν μετά το La Bussola στο σημείο, δεν κατάφεραν να στεριώσουν» λέει ο Δημήτρης Κωνσταντάρας.
Τα στέκια της Γλυφάδας: Από την Μπιφτεκούπολη μέχρι ιστορικές καφετέριες και ντίσκο
«Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά σημεία μάζωξης της εποχής ήταν ΄Το Τζάκι’, μία κλασική ελληνική ταβέρνα της εποχής, ο ‘George’ αλλά και ο ‘Ζάχος’ στη Μπιφτεκούπολη. Στις δημοφιλείς ταβέρνες του χθες στη Γλυφάδα, συγκαταλέγονταν ο Αντωνόπουλος, κάτω από το ομώνυμο ξενοδοχείο στην παραλία, που λειτουργούσε ως ψαροταβέρνα. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν ένας από τους πιο φανατικούς πελάτες του Αντωνόπουλου. Μετά το παλιό δημαρχείο συναντούσε κανείς μία εκλεκτή ψαροταβέρνα, τον ‘Ψαρόπουλο’, ενώ ήδη υπήρχαν και τα Δελφίνια στη δεκαετία του ’70. Το La Bussola ήταν ένα από τα πιο χαρακτηριστικά σημεία της Γλυφάδας. Κόσμος από τα Αστέρια του Αργύρη Παπαργυρόπουλου σύχναζε στο La Bussola. Καθώς παλιά τα μπουζούκια δεν είχαν εστιατόρια, πολλοί θαμώνες των Αστεριών έρχονταν σ’ εμάς. Στις 12 το βράδυ πουλούσαμε τα πιο πολλά φιλέτα. Ήταν και εποχές της δεκαετίας όπου το χρήμα έρεε. Από τις 6 έως τις 9 είχα ξένους πελάτες στο La Bussola, από τις 9 έως τις 12 ήταν οι παραδοσιακοί θαμώνες του μαγαζιού και από τις 12 έως τις 2 -στις 2 έκλεινε πλέον η κουζίνα – υποδεχόμασταν τους ξενύχτηδες. Τότε βρίσκονταν και οι καμπάνες του Αστέρα σε λειτουργία. Θυμάμαι ότι έστελνα φαγητό στον Βοσκόπουλο, ο οποίος έμενε εκεί. Και κάποτε στο σημείο που βρίσκεται σήμερα ο Δεληολάνης αλλά και το Venezia, δύο από τις πιο εμβληματικές καφετέριες της εποχής. Θυμάμαι ότι σύχναζα εκεί μετά τη δουλειά. Στη συνέχεια ξεκίνησε ο Σταθοκωστόπουλος το Oscar. Η εμπορική πιάτσα άρχισε σταδιακά να επεκτείνεται. Δημιουργήθηκαν αργότερα το Rich, το Egomio, το Galeo. To στενό έγινε μία πραγματική πασαρέλα. Αλλά και στο σημείο που βρισκόταν το παλιό δημαρχείο, υπήρχε μία ιστορική ντισκοτέκ, η Olympic House, όπου συνέρρεε πλήθος κόσμου».
«Η περιοχή είχε πολλά ξενοδοχεία από τη δεκαετεία του ’70 και ύστερα. Για παράδειγμα το κτίριο που σήμερα στεγάζεται ο ‘Νικόλας της Σχοινούσας’ λειτουργούσε ως ξενοδοχείο, ο Αντωνόπουλος ήταν επίσης ξενοδοχείο εκτός από ψαροταβέρνα. Δίπλα από τον Αντωνόπουλο, όπου παλαιότερα στεγαζόταν γηροκομείο και σήμερα χτίζεται ένα καινούργιο κτίριο, βρισκόταν επίσης ξενοδοχειακή μονάδα. Ο λόγος για τον οποίο υπήρχαν πολλά ξενοδοχεία, ήταν η ύπαρξη του αεροδρομίου στο Ελληνικό και η περιοχή είχε πολλούς διανυκτερεύοντες. Ελάχιστα νησιά άλλωστε είχαν αεροδρόμια την εποχή εκείνη και πολλοί τουρίστες που επισκέπτονταν στη συνέχεια τα ελληνικά νησιά ακτοπλοϊκώς, ξεκινούσαν από τη Γλυφάδα».