Πώς η Αμερικανική Βάση διαμόρφωσε τη Γλυφάδα: Τα blues, τα burgers, το bowling και οι «αμερικανικές αγορές»
Το μεγαλύτερο αφιέρωμα που έγινε ποτέ για τη ΓλυφάδαΟ συνιδρυτής του «Σίγουρα είσαι παλιός Γλυφαδιώτης αν...», της facebook ομάδας που μετράει πάνω από 15.000 μέλη, γράφει στο NouPou για τις δικές του αναμνήσεις από τη Γλυφάδα τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80, τη Γλυφάδα της Αμερικανικής Βάσης.
- 29/03/2024
- Κείμενο: NouPou.gr
Γράφει ο Γιώργος Κάκος
Πριν από το 1960, η Γλυφάδα ήταν ένα απομακρυσμένο, πολύ ήσυχο προάστιο, αραιοκατοικημένο, με βοσκοτόπια και τσοπάνηδες πάνω από τη λεωφόρο Βουλιαγμένης και μια ήσυχη, στυλ ψαροχώρι, παραλία.
Και μετά, ήρθαν οι Αμερικάνοι!
Και η Γλυφάδα μεταμορφώθηκε σε …Miami.
Η ιστορική 7206 Αμερικάνικη Βάση του Ελληνικού ήταν αναπόσπαστο και χαρακτηριστικό κομμάτι της Γλυφάδας κατά τις δεκαετίες ‘70 & ‘80 στις οποίες μεγάλωσα.
Οι Αμερικάνοι επαγγελματίες στρατιωτικοί που έρχονταν να υπηρετήσουν κάποια χρόνια στη Βάση, γίνονταν επί της ουσίας κάτοικοι της περιοχής, αφού νοίκιαζαν εδώ σπίτια και διαμερίσματα. Όλη η Γλυφάδα, αλλά και το Ελληνικό, ήταν γεμάτα σπίτια νοικιασμένα από Αμερικανούς στρατιωτικούς, οικογενειάρχες με παιδιά, αλλά και νεότερους εργένηδες. Συγγενείς και φίλοι των Αμερικανών στρατιωτικών συχνά έρχονταν για να τους επισκεφτούν, με αποτέλεσμα τα ξενοδοχεία της Γλυφάδας να είναι πάντα γεμάτα.
Πήγαινες για μπάνιο το καλοκαίρι στα “Αστέρια” και νόμιζες ότι βρισκόσουν σε κάποια παραλία της Florida.
Η ευρύτερη περιοχή των Νοτίων ζούσε ουσιαστικά από το Διεθνές Αεροδρόμιο στο Ελληνικό και από τη Βάση. Στο αποκορύφωμά της, η Βάση απασχολούσε 1.500 άτομα ως στρατιωτικό προσωπικό και 4.800 ως πολιτικό προσωπικό μαζί με τις οικογένειές τους.
Η παρουσία της Βάσης προσέφερε πολλά στη τοπική κοινωνία καθώς οι Αμερικάνοι πέρα από ενοικιαστές ήταν και πελάτες των παιδικών σταθμών, των supermarkets και το κύριο πελατειακό κοινό στα κάθε είδους μπαρ που άνοιξαν τότε με αφορμή την παρουσία τους. Πολλοί άλλοι επαγγελματικοί κλάδοι ωφελήθηκαν επίσης από τη παρουσία των Αμερικάνων, όπως μεσίτες, ταξιτζήδες κλπ.
Οι Έλληνες ιδιοκτήτες ακινήτων απέκτησαν ένα καλό μηνιαίο εισόδημα από τις ενοικιάσεις, νέα σπίτια άρχισαν να χτίζονται για να καλύψουν τη μεγάλη ζήτηση.
Εεε όχι και μύθος! Ξέρεις πόσο νοίκιαζαν τα σπίτια που έμεναν; Τη δεκαετία του ‘70 για ένα σπίτι που νοικιαζόταν πχ 2.000 δρχ. σε έναν Έλληνα, ο Αμερικάνος πλήρωνε 15.000 – 20.000 δρχ. Πλήρωναν τα πάντα παραπάνω και το ήξεραν. Αλλά και πάλι φτηνά τους φαίνονταν.
Επίσης, πολλοί Έλληνες δούλευαν μέσα στη Βάση. Με ελληνικούς μισθούς βέβαια – αλλά σε καθαρό / πολιτισμένο / στρατιωτικού ύφους περιβάλλον.
Στη Βάση είχαν φτιάξει και ομάδες baseball, basketball και football. Το γήπεδο μπάσκετ ήταν το πρώτο στην Ελλάδα με παρκέ όταν τα ελληνικά είχαν ακόμα τσιμέντο!
Η ομάδα basketball έπαιξε πολλά φιλικά με τις μεγάλες ελληνικές ομάδες, ενώ φιλικές κόντρες μαζί τους είχαμε στα μπιλιάρδα και στο bowling στον Blanos.
Το στρατιωτικό τους λεωφορείο, το shuttle bus, κυκλοφορούσε συνεχώς στους δρόμους της πόλης μεταφέροντας στρατιωτικο προσωπικό από και προς τη Βάση. Εκείνοι το αποκαλούσαν υποκοριστικά “The Blue Goose” – και έτσι το λέγαμε κι εμείς οι Ελληνες. Η Μπλε Χήνα. Πολλοί από εμάς ανεβαίναμε μάλιστα σε αυτό για να πεταχτούμε κάπου μέσα στα όρια της Γλυφάδας.
Η συγκεκριμένη βάση ήταν και τόπος δοκιμών / επισκευών κινητήρων αεροσκαφών και σχεδόν σε εβδομαδιαία συχνότητα ακούγαμε τα “γκάζια” από τις δοκιμές. Μια το Διεθνές Αεροδρόμιο του Ελληνικού και μια η Βάση με τις επισκευές της, η περιοχή είχε σαφώς αυξημένη ηχορύπανση, αλλά λόγω της τότε “άπλας” δεν ήταν κάτι που ενοχλούσε πολύ και το συνήθιζες με τον καιρό.
Chevrolet, burgers, comics και american football
Οι της ηλικίας μου μεγαλώσαμε σαν ημι-αμερικανάκια. Πρωτοείδαμε το hamburger σε κάθε γευστική εκδοχή του (άγνωστο τότε στην Ελλάδα) και τα τεράστια 70s αυτοκίνητά τους που μέχρι τότε βλέπαμε μόνο σε ταινίες. Chevrolet, Plymouth, Cadillac, Dodge, Buick, Ford Mustang, Pontiac, Oldsmobile και πάει λέγοντας.
Συναναστρεφόμασταν με τα παιδια των Αμερικανών που ζούσαν στη γειτονιά μας, πηγαίναμε στο σπίτι τους, πρωτοείδαμε αμερικάνικα κόμιξ που είχαν τα Αμερικανάκια, αναψυκτικά που δεν πωλούντο στην ελληνική αγορά εκείνες τις εποχές, φυστικοβούτυρο. Βλέπαμε τα Αμερικανάκια με ένα ρόπαλο και ένα τεράστιο γάντι να παίζουν baseball στο δρόμο, προσπαθούσαμε να παίξουμε κι εμείς – αν και ποτέ δεν καταλάβαμε πλήρως τους κανόνες του. Τα θυμάμαι επίσης να παίζουν και american football με την παράξενη, πρωτόγνωρη στα μάτια μας μπάλα του ποδοσφαίρου τους, που δεν ήταν στρογγυλή αλλά μια επιμήκης σφαίρα.
Οι γείτονές μου, οι Αμερικάνοι
Στη γειτονιά μου ζούσε μια οικογένεια Αμερικάνων απ’ το Kentucky και είχαν μια κόρη. Ακόμα θυμάμαι το όνομά της, Diana. Ψηλή, λιγνή, μιγάδα μαύρη, με σχιστά μάτια, η οποία έβγαινε στο δρόμο φορώντας σορτσάκι και έκανε roller skate. Πολιτισμικό σοκ! Ο πρώτος έρωτας! Και, όταν μεγάλωσα, έφηβος και νέος πια, θυμάμαι parties που κάναμε σε σπίτια με αρκετούς Αμερικάνους που πέρναγαν απ’ έξω να μπαίνουν και να διασκεδάζουν μαζί μας.
Οι Αμερικάνοι ήταν ήσυχοι και δεν προκαλούσαν προβλήματα. Κακούς γείτονες Ελληνες θυμάμαι, Αμερικάνους όχι. Νιώθαμε και είχαμε ασφάλεια διότι τα περιπολικά τους γύριζαν συνεχώς όλη μέρα σε όλους τους δρόμους. Το ιατρείο της Βάσης είχε κατά καιρούς προσφέρει τις υπηρεσίες του σε Ελληνες σε έκτακτα ή επείγοντα περιστατικά. Ειδικά σε μικρά παιδιά που σώθηκαν από τραυματισμούς όταν οι γονείς μας για κάτι σοβαρό και επείγον μας έτρεχαν στο ιατρείο της Βάσης και όχι στο νοσοκομείο της Βούλας, που έπεφτε πιο μακριά.
Ένα άλλο μεγάλης σημασίας όφελος από τη παρουσία των Αμερικάνων στη περιοχή ήταν η εξάσκησή μας στην αγγλική γλώσσα. Τα αγγλικά εξ ακοής μέσω της καθημερινής μας επαφής με αυτούς, και η δυνατότητα να κάνουμε άμεσα πρακτική σε ό,τι μαθαίναμε στα φροντιστήρια ήταν τεράστιο κεφάλαιο για τη γενιά μας. Η συναναστροφή μας μαζί τους σε συνδυασμό με τη συνεχή ακρόαση του αμερικάνικου ραδιοφωνικού σταθμού και των rοcκ και soul albums που είχαμε σπίτι μας, ισοδυναμούσε με πέντε χρόνια εντατικό φροντιστήριο.
Η διασκέδαση στη Γλυφάδα της Αμερικανικής Βάσης
Στον τομέα της διασκέδασης και της εστίασης υπήρξε επίσης μεγάλη αμερικανοποίηση. Γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1970 στη Γλυφάδα λειτουργούσαν περισσότερα από 100 νυχτερινά κέντρα. Δημιουργήθηκε ένας μικρόκοσμος από bars, pubs, fast foods στα πρότυπα του american way of life (Burger, Whiskey and Rock & Roll), που άφησαν εποχή.
Στην οδό Κωνσταντινουπόλεως και στα γύρω στενά (Μπιφτεκούπολη) χτυπούσε η καρδιά της νυχτερινής Γλυφάδας. Εκατοντάδες στρατιώτες και αεροπόροι της Βάσης και πολιτικό προσωπικό κάθε απόγευμα, όταν τελείωναν την υπηρεσία τους, κατέκλυζαν την πλατεία για να διασκεδάσουν. Προορισμός μαγαζιά όπως το Bobby’s, το Ship Inn, το Trafalgar, το Flanagan’s, το J.J.s, το Sussex, τα οποία ήταν καθαρά αμερικάνικης ατμόσφαιρας (φτηνά ποτά, γυναίκες πολλές, δυνατή ροκ μουσική για λευκούς Αμερικάνους, τους “γιάνκηδες”). Οι μαύροι πάλι, επειδή είχαν τα δικά τους μουσικά γούστα, είχαν τα δικά τους αντίστοιχα στέκια. Ένα από αυτά ήταν το Mamas & Papas στη Μπιφτεκούπολη ή το Cave πιο μακριά, στο Καβούρι.
Όλα αυτά τα μαγαζιά έκαναν χρυσές δουλειές για περίπου μια 15ετία – 20ετία καθώς, πέρα από Αμερικανούς θαμώνες που είχαν χοντρά πορτοφόλια, σύχναζαν εκεί όλο και περισσότεροι Έλληνες που γνώριζαν μια νέα, άγνωστη μέχρι τότε διασκέδαση.
Περιπολικό της αερονομίας της Βάσης έκανε βόλτες συνέχεια γύρω από τα στέκια αυτά για να προλαβαίνει φασαρίες, αν και οι Αμερικανοί της Βάσης ήταν επαγγελματίες καριέρας, και πολιτισμένοι. Φασαρίες γινόντουσαν όταν κατέφθανε ο 6ος στόλος στον Πειραιά και γέμιζε η Γλυφάδα ναύτες. Τότε, ναι, υπήρχε έκρυθμη κατάσταση στον αέρα καθως αυτοί ήταν χαμηλότερου επιπέδου, στερημένοι για κάποιο διάστημα από κάθε είδους διασκέδαση και άρα επικίνδυνα ασυγκράτητοι.
Αν υπήρχαν πάντως φασαρίες και ζημιές σε κάποια μαγαζιά, η στρατιωτική αστυνομία επενέβαινε, τους μάζευε και πλήρωνε τις ζημιές χωρίς να ρωτά “τι και πώς και γιατί”, για να μη δημιουργήσουν θέμα στην τοπικη κοινωνία και να μην πάρει πολιτικές προεκτάσεις η όλη ιστορία. Γενικά, η στάση των στρατιωτικής τους αστυνομίας ήταν θα έλεγα υπέρ των Ελλήνων σε συμβάντα φασαριών.
AFRS: The hits from coast to coast
Ο ραδιοφωνικός σταθμός Αμερικάνικης Βάσης, ο επονομαζόμενος AFRS (American Force Radio Station), είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τις αναμνήσεις μου ως νέου μεγαλώνοντας στη Γλυφάδα στα ‘70s και ‘80s. Ο σταθμός εξέμπεμπε στα 1584 KHZ, λειτουργούσε όλο το 24ωρο με προγράμματα που προσέφεραν ενημέρωση, ψυχαγωγία και μόρφωση στους άνδρες των ενόπλων δυνάμεων και τις οικογένειές τους που κατοικούσαν γύρω από τη Βάση (Γλυφάδα, Ελληνικό κλπ).
Ήταν ο μοναδικός σταθμός στην Ελλάδα που μετέδιδε το εβδομαδιαίο επίσημο αμερικάνικο TOP 40 (τα 40 πιο δημοφιλή τραγούδια στις ΗΠΑ) μέσα από την εκπομπή “American Top 40” με παρουσιαστή τον διάσημο παραγωγό και dj Casey Kasem. Με μουσικό σήμα το τραγουδιστό “Hits from coast to coast”, ο Casey Kasem έπαιζε το top 40 σε αντίστροφη μέτρηση από το Νο 40 ως το Νο 1.
Η εκπομπή ερχόταν στη Βάση από τις Η.Π.Α. ηχογραφημένη σε 4 δίσκους βινυλίου (30 λεπτά η κάθε πλευρά) με πτήση των αμερικανικων αεροσκαφών C-130.
Υπήρχε πχ και το American top 40 Country αλλά αυτό παραήταν βλαχο-αμερικανικό για τα ελληνικά αυτιά μας και δεν το αντέχαμε.
Η συγκεκριμένη εκπομπή του Casey Kasem ήταν η παρέα μας, η μεγάλη μας διασκέδαση τα μεσημέρια του Σαββατοκύριακου για πολλά πολλά χρόνια (μέχρι που έκλεισε η βάση και σίγησε ο σταθμός). Μεγάλη η ανυπομονησία μας όλη τη βδομάδα μέχρι να έρθει η ώρα της! Πολλοί ηχογραφούσαμε την εκπομπή σε κασέτες.
Μια άλλη μουσική εκπομπή που γουστάραμε ήταν αυτή του του διάσημου dj , του μυθικού Woolfman Jack με τη χαρακτηριστική φωνή (“This is the Wolf’s man show! Yeah!”). Γενικά κοιμόμασταν και ξυπνούσαμε με τον ARFS.
Έτσι, με την ακρόαση των μουσικών εκπομπών του ARFS μαζί με τα βινύλια που αγοράζαμε από τους Αμερικάνους που δεν υπήρχαν στην Ελλάδα, τις μουσικές που έπαιζαν τα αμερικάνικα bars της περιοχής και με τη συναναστροφή μας μαζί τους, οι Γλυφαδιώτες (μαζί με τους κατοίκους των γειτονικών δήμων) ήμασταν οι πρώτοι σε όλη την Ελλάδα που μαθαίναμε για τις επιτυχίες και τις μουσικές τάσεις, σε μια εποχή χωρίς internet και YouTube. “Eagles – Hotel California”, “Fleetwood Mac – Rumors” κλπ στον ARFS τα πρωτακούσαμε.
Άλλο ένα προνόμιο του να μεγαλώνεις στη Γλυφάδα τα χρόνια των Αμερικάνων.
Το άπιαστο όνειρο των PXs και οι αμερικανικές αγορές
Αποτέλεσμα της παρουσίας της Βάσης η ύπαρξη πρατηρίων αποκλειστικά για να ψωνίζουν οι αμερικάνοι υπάλληλοι της Βάσης. Ονομάζονταν PX .
Πολύ κοντά στη λεωφόρο Βουλιαγμένης λειτουργούσε ένα από αυτά. Ψώνια στα PXs εκείνη την εποχή ήταν το όνειρό μας, άπιαστο όνειρο όμως αφού δεν είχε πρόσβαση σε αυτά Έλληνας πολίτης. Ένα αυθεντικό αμερικανικό παντελόνι η μπουφάν jean Levi’s, Lee ή Wrangler ήταν το όνειρο κάθε νέου.
Σε ορισμένα σημεία της Βάσης μπορούσες να μπεις αν είχες κάποιο γνωστό που εργαζόταν εκεί. Τυχερός όποιος είχε φίλο ή έκανε φίλο κάποιον που δούλευε στη Βάση, στα PX όμως δεν έμπαινε ποτέ ούτε καν Ελληνας εργαζόμενος στη Βαση. Ποτέ! Υπήρχαν όμως Έλληνες υπάλληλοι της Βάσης (οδηγοί, αποθηκάριοι), αρκετοί από τους οποίους δημιούργησαν παράνομες εμπορικές συναλλαγές σε αμερικάνικα προϊόντα των πρατηρίων που αποκτούσαν από τους Αμερικάνους. Η μαύρη αγορά που δημιούργησαν ήταν μεγάλου μεγέθους. Τα Νότια Προάστια γέμιζαν για χρόνια με αμερικάνικα τσιγάρα, αλκοόλ, ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όταν έληγε η θητεία τους στη Βάση και έπαιρναν μετάθεση για αλλού, οι Αμερικάνοι άνοιγαν το σπίτι τους στους Έλληνες και έβγαζαν σε πώληση τα της οικείας τους, αυτά που δεν θα έπαιρναν μαζί τους. Κάπως έτσι άρχισαν να δημιουργούνται οι «αμερικανικές αγορές», ένα ιδιότυπο παρεμπόριο, με προϊόντα από τη Βάση που άλλαζαν χέρια σε τιμές που, έπειτα από παζάρι, βόλευαν και τις δύο πλευρές.
Μεγάλοι ψυγειοκαταψύκτες, ηλεκτρικές συσκευές, έπιπλα, εργαλεία, παιδικά παιχνίδια, ηλεκτρονικά, σεντόνια, ρούχα, στερεοφωνικά, βινύλια, μηχανάκια, ποδήλατα, μέχρι και αυτοκίνητα, όλα αμερικάνικης ποιότητας, δινόντουσαν σε πολύ χαμηλές τιμές. Τα πρώτα μου βινυλια τα αγόρασα σε τέτοιες αμερικανικές αγορές. Ακόμα τα έχω!
Το τέλος της Βάσης του Ελληνικού και η αποχώρηση των Αμερικάνων
Όταν η Αμερικάνικη Βάση έκλεισε, στις 28 Ιουνίου του 1991, οι Αμερικάνοι παρέδωσαν τους χώρους με όλον τον εξοπλισμό τους (πλην του οπλισμού φυσικά) στο Ελληνικό Υπουργείο Άμυνας. Οι χώροι ήταν πλήρως εξοπλισμένοι, νοικοκυρεμενοι καθώς και λειτουργικοί έως την τελευταία μέρα.
Δυστυχώς οι ελληνικές αρχές δεν έδειξαν κανέναν σεβασμό και ενδιαφέρον για την συντήρηση, βελτίωση και αξιοποίηση των χώρων, με αποτέλεσμα να γίνουν αντικείμενο λεηλασίας από διάφορους. Έτσι, καταληστεύθηκε περιουσία που ανήκε στον ελληνικό λαό και η οποία θα μπορούσε να αξιοποιηθεί.
Η επιρροή της Βάσης στους Γλυφαδιώτες
Πάντως στοιχεία κάποιας ιδαίτερης υψηλής κουλτούρας δεν μας άφησαν, ήταν πολύ απλοί, πεζοί, πραγματιστές, ρεαλιστές και είχαν μια “αθωότητα” στους τρόπους τους. Δεν είχαν την ελληνική κουτοπονηριά.
Όμως είδαμε με τι τρόπο ζούσαν στην Αμερική. Η διαφορά του μικρόκοσμου της Βάσης με την υπόλοιπη Ελλάδα ήταν χαώδης. Μάθαμε πολλά πράγματα από έναν μακρινό ανεπτυγμένο κόσμο. Σε μερικούς από εμάς άνοιξε το μυαλό μας, άνοιξαν πολύ οι ορίζοντές μας.
Με αφορμή την πρώτη επαφή μας με αυτούς, πολλοί ταξίδεψαν στις ΗΠΑ, πολλοί σπουδασαν εκεί, έμαθαν τι θα πει οργάνωση, έμαθαν ότι αν δουλεύεις σκληρά αμείβεσαι ανάλογα και βλέπεις προκοπή, ανεξαρτήτου εθνικότητας, χρώματος, φυλής. Μόνο το τι προσφέρεις με τη δουλειά σου μέτραγε για αυτούς.
Αρκετές Γλυφαδιώτισσες παντρεύτηκαν Αμερικάνους και είτε τους κράτησαν στην Ελλάδα είτε τους ακολούθησαν στις ΗΠΑ. Οι Αμερικανοί επέδρασαν καταλυτικά στη διαμόρφωση της μεταπολεμικής Γλυφάδας σε όλα τα επίπεδα, από την κουζίνα μέχρι τη διασκέδαση. Σίγουρα κατέστησαν τη Γλυφάδα πιο μοντέρνα, προχωρημένη και ανοιχτόμυαλη από οποιαδήποτε άλλη περιοχή της Αθήνας. Με τη Βάση και το αεροδρόμιο η Γλυφάδα ήταν πιο μπροστά από όλες τις άλλες περιοχές της Αθήνας και της Ελλάδας. Όλες οι τάσεις, οι μόδες και οι μουσικές εδώ έφταναν πρώτα και μετά και από τη Γλυφάδα περνούσαν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Από τη Γλυφάδα ξεκίνησε, μεταξύ άλλων, η μαζική κατανάλωση της coca cola, η διάδοση των fast foods, τα bars.
Χρήματα άφησαν, πάντως. Το χρήμα στη Γλυφάδα έρεε άφθονο. Οι μισθοί τους ήταν τριπλάσιοι σε σχέση με τους ελληνικούς, συνεπώς τα πάντα ήταν εξαιρετικά φτηνά για εκείνους. Το οικονομικό όφελος της περιοχής δεν αμφισβητείται. Έσπρωξαν μπροστά την περιοχή.
Και η συμπεριφορά τους στην πλειοψηφία τους ήταν υποδειγματική. Σεβάστηκαν τον τόπο που τους φιλοξενούσε.
Και τον αγάπησαν. Πολλοί Αμερικάνοι που πέρασαν από τη Γλυφάδα και έζησαν σε αυτή, έχουν φτιάξει διαφορες ομάδες στο facabook και, ακόμα και σήμερα, μιλάνε για τις αναμνήσεις τους από εκείνη την εποχή της ζωής τους.
Ο Γιώργος Κάκος γεννήθηκε στον Πειραιά. Τον Φεβρουάριο του 1973, σε ηλικία 9 ετών, μετακόμισε με την οικογένειά του στη Γλυφάδα, όπου ζει μέχρι σήμερα. Είναι συνιδρυτής της ομάδας «Σίγουρα είσαι παλιός Γλυφαδιώτης αν…», που δημιουργήθηκε το 2008. Αγαπημένη των «παλιών» Γλυφαδιωτών και πηγή αμέτρητων άγνωστων πληροφοριών για τους νέους, η ομάδα μετρά πλέον περισσότερα από 15.000 μέλη.
Το μεγαλύτερο αφιέρωμα που έγινε ποτέ για τη Γλυφάδα τρέχει τώρα στο NouPou: Πρόσωπα, Stories, Ρεπορτάζ και ένας πλήρης Οδηγός Πόλης σε ένα δυναμικό αφιέρωμα που ανανεώνεται διαρκώς.