Πάρις: Το ροκ στόρι πίσω από το καλύτερο σουβλάκι στον Άλιμο
Η οικογένεια του Πάρη Μαγιάφα, πρώτου ιδιοκτήτη του μαγαζιού, ήρθε από τη Σμύρνη τη δεκαετία του ’40 και εγκαταστάθηκε στο Καλαμάκι. Σήμερα, ο γιος του, ο Στέλιος, τρέχει το εμβληματικό ψητοπωλείο του Αλίμου όπου όλοι συμφωνούν ότι θα φας ένα από τα πιο νόστιμα σουβλάκια της Αθήνας.
- 03/12/2025, 09:35
- Κείμενο: Άννυ Τζαβέλλα
- Φωτογραφίες: Άννυ Τζαβέλλα
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου να κυκλοφορεί με τη σχολική τσάντα στους δρόμους του Αλίμου, ο Πάρις ήταν σταθερή αξία. Μιλάμε για τουλάχιστον 15 χρόνια πριν. Πολλές φορές μετά το μάθημα ή οποιαδήποτε γιορτή του σχολείου, έφευγα σχεδόν τρέχοντας με συμμαθητές και πηγαίναμε με τα πόδια στο μαγαζί για ένα πιτόγυρο και περαντζάδα. Σήμερα, έχω την τύχη να δουλεύω μερικά στενά πιο κάτω και να συνεχίζω την ίδια διαδρομή – μόνο που τώρα μπαίνω με το λάπτοπ στην τσάντα αντί για τα τετράδια που τη γέμιζαν κάποτε.
Όσο μεγαλώνω, καταλαβαίνω ότι δεν είναι απλώς μια παιδική συνήθεια που κράτησα λόγω νοσταλγίας, ούτε μια προσωπική αδυναμία. Από γνήσιους γευσιγνώστες μέχρι αγαπημένους φίλους που εκτιμούν το καλό φαγητό, όσοι έχουν δοκιμάσει το σουβλάκι του Πάρη λένε γι’ αυτό τα καλύτερα. Και όλοι αναφέρουν περίπου το ίδιο: ο Πάρις παραμένει διαχρονικά ανάμεσα στα καλύτερα σουβλατζίδικα της Αθήνας. Για μερικούς ίσως είναι και το κορυφαίο.

Το καλύτερο σουβλάκι στον Άλιμο θα το φας στη Θουκυδίδου
Ένα μεσημέρι καθημερινής, πριν λίγες μέρες, πέρασα ξανά την πόρτα του μαγαζιού στο νούμερο 38 της οδού Θουκυδίδου. Ο χώρος είχε εκείνη την οικεία αναμπουμπούλα που μόνο τα πραγματικά busy σουβλατζίδικα έχουν: κόσμος να μπαίνει και να βγαίνει, παρέες να κάθονται στα τραπεζάκια αραιά, και το τηλέφωνο να χτυπά συχνά για παραγγελίες (ο Πάρις δεν βρίσκεται σε καμία πλατφόρμα delivery – έχει δικό του άνθρωπο, που έρχεται και ξαναφεύγει γεμάτος σακούλες, σαν ασταμάτητο shuttle πιτόγυρων).

Και κάπου εκεί, στην κλασική του θέση, ακριβώς μπροστά στην είσοδο, βρίσκω τον Στέλιο, τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού. Δεν την αλλάζει με τίποτα αυτή τη θέση. Καθισμένος στο μικρό τραπεζάκι, με εκείνο το βλέμμα-ραντάρ που πιάνει όποιον περνά την πόρτα: χαιρετά, μιλάει με τους παλιούς, συστήνεται στους νέους, ρωτάει τι κάνεις, αν είναι όλα καλά. Είναι κάπως ο τρόπος του να βρίσκεται κοντά σε όλους: στους πελάτες, στην ομάδα, στην καρδιά του μαγαζιού. Είναι αυτός ο τύπος ιδιοκτήτη που δεν χρειάζεται να φωνάξει ή να επιβληθεί, μόνο η παρουσία του αρκεί για να νιώθεις ότι το μαγαζί λειτουργεί όπως πρέπει. Και φυσικά, είναι φουλ ροκάς (με μεγάλη αγάπη και για το metal), κάτι που καταλαβαίνεις αμέσως μόλις τον δεις. Και ο χώρος όμως έχει την ίδια προσωπικότητα με τον άνθρωπο που το τρέχει: άνετος, ανεπιτήδευτος, γεμάτος χαρακτήρα.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Πάρις: Πώς ξεκίνησαν όλα
Το μαγαζί ξεκινά την ιστορία του το 1963, στο ίδιο ακριβώς σημείο όπου βρίσκεται και σήμερα. Τότε όμως δεν λεγόταν έτσι. Το όνομά του ήταν «Θρύλος» και λειτουργούσε ως μαγειρείο. Ο λόγος για το όνομα είναι ξεκάθαρος: μάζευε πολλούς παίκτες του Ολυμπιακού και γρήγορα έγινε στέκι της εποχής. Για να καταλάβει κανείς πόσο παλιά είναι η ιστορία του, αρκεί να ρίξει μια ματιά στην πρώτη άδεια λειτουργίας. Πάνω πάνω γράφει: «Βασίλειον της Ελλάδος».
Λίγα χρόνια αργότερα, το μαγαζί άρχισε να αλλάζει μορφή. Έγινε καφενείο – η στάση του λεωφορείου άλλωστε ήταν ακριβώς μπροστά – που πουλούσε και σουβλάκι. Σιγά σιγά όμως το σουβλάκι άρχισε να κερδίζει έδαφος. Μέχρι που τελικά έμεινε και καθιερώθηκε. Στην πορεία, προστέθηκαν κι άλλα πιάτα, όμως η φιλοσοφία δεν άλλαξε ποτέ: απλό, τίμιο, καθημερινό φαγητό για τη γειτονιά.
Η σχέση με το σημείο δεν είναι τυχαία. Η οικογένεια του Πάρη Μαγιάφα (πρώτου ιδιοκτήτη του μαγαζιού και πατέρα του Στέλιου) είχε έρθει από τη Σμύρνη και εγκαταστάθηκε στο Καλαμάκι από τη δεκαετία του ’40. Ο Στέλιος θυμάται τη γειτονιά τότε σαν ένα ήσυχο «χωριό» με μονοκατοικίες και γνωστούς παντού, κάτι που, όπως λέει, δεν έχει αλλάξει τόσο όσο νομίζει κανείς. «Το Καλαμάκι πάντα ήταν και είναι έτσι. Μεγαλώνεις εδώ, ξέρεις τον κόσμο, ξέρεις τα ονόματα, και δεν θες να φύγεις. Αν μου έλεγαν να πάω αλλού, θα ρωτούσα αν χρειάζεται να κάνω εμβόλια!», λέει γελώντας. Αυτή η αίσθηση του οικείου ήταν ένας λόγος που το μαγαζί δεν μετακινήθηκε ποτέ από το σημείο του.
Η μεγάλη στροφή έγινε όταν ανέλαβε ο Στέλιος, πριν από 32 χρόνια. Τότε αποφάσισε να αλλάξει το όνομα, αφού όλοι έτσι κι αλλιώς έλεγαν «πάμε στον Πάρη» για σουβλάκι. Από εκείνο το σημείο και μετά, γενιές ολόκληρες μεγάλωσαν με αυτό το τυλιχτό. «Στο θέμα του φαγητού, όλα έμειναν ίδια», μας λέει ο Στέλιος. «Όπως τα έφτιαχνε ο πατέρας μου, έτσι τα φτιάχνουμε και σήμερα. Η φιλοσοφία άλλαξε μόνο στο ύφος. Έγινε πιο ροκ. Πολύ πιο ροκ. Λένε πολλοί ότι είμαστε το πιο ροκ σουβλατζίδικο της Αθήνας».

«Να κάνω μια ανακαίνιση γιατί χρειαζόταν στο εσωτερικό, ναι – έγινε πιο μοντέρνο, το μεγαλώσαμε λίγο. Αλλά να αλλάξω το μαγαζί στη φιλοσοφία του; Δεν το σκέφτηκα ποτέ». Η συνέχεια είναι ήδη σχεδιασμένη: «Αν το πάρει η ανιψιά μου, που αυτό είναι το πλάνο, στο ίδιο μοτίβο θα το κρατήσει».
Και βέβαια, η ομάδα – κεφάλαιο από μόνη της. «Τα παιδιά μέσα, τα κουτσά μου άλογα όπως τους λέω, είναι πολλά χρόνια εδώ. Οι δύο ψήστες έχουν 28 χρόνια στο πόστο. Η λάντζα – που θεωρείται καινούργια – είναι 15 χρόνια. Ο αρχηγός της βραδινής βάρδιας είναι εδώ από το 2002». Είναι από αυτά τα μαγαζιά όπου η ομάδα μένει όσο και οι πελάτες.
Με τα χρόνια, βέβαια, το κοινό έχει αλλάξει. Εκτός από τους «παλιούς» που έρχονται μια ζωή, άρχισαν να εμφανίζονται και καινούργιοι πελάτες, άνθρωποι που άκουσαν για τον Πάρη και έρχονται από άλλες περιοχές, μέχρι και τα παιδιά εκείνων που κάποτε έτρωγαν εδώ νέοι. «Τους θυμάμαι παιδιά με σχολικές τσάντες, και τώρα έρχονται με τα δικά τους», λέει. «Είναι σαν να έχεις μεγαλώσει ολόκληρες γενιές».
Εδώ το σουβλάκι… παίζει ροκ
Όσο για το φαγητό; Απλό και τίμιο. Δεν υπάρχουν φιοριτούρες ή “πειραγμένες” συνταγές. Υπάρχουν καθαρά υλικά και καλό ψήσιμο. Άλλωστε, είναι όλα χειροποίητα. «Δεν υπάρχει τίποτα που να μη φτιάχνουμε εμείς. Όλα είναι φρέσκα και δεν χρησιμοποιούμε καθόλου κατεψυγμένη πρώτη ύλη», μου λέει ο Στέλιος. Μερίδα γύρος, μπιφτέκι, κοτόπουλο, σουβλάκι. Ζουμερά, ψημένα σωστά. Αυτό που ζητάς όταν λες «θέλω καλό σουβλάκι» χωρίς υπερβολές. Πλέον, παίζουν πολύ και τα μπριζολάκια λαιμού που μαρινάρονται σε Jack Daniels sauce και θεωρούνται ίσως το χαρακτηριστικό πιάτο του μαγαζιού.

Και αν κάτι χαρακτηρίζει τον Πάρη πέρα από τη γεύση, είναι η ατμόσφαιρά του. Δίσκοι κρεμασμένοι στους τοίχους, κιθάρες, φωτογραφίες, αφιερώματα με υπογραφές. Και φυσικά, ροκ συνεχώς στα ηχεία – εκείνο το soundtrack που δεν χάνεις ποτέ όταν περνάς απ’ έξω: AC/DC, Stones, λίγο Pearl Jam, λίγο ελληνικό κλασικό ροκ. Ένας χώρος που μοιάζει να έχει φτιαχτεί για να τρως καλά και να νιώθεις άνετα. Θα έλεγε κανείς πως περισσότερο θυμίζει στούντιο ήχου, παρά κλασικό σουβλατζίδικο.

Από εδώ έχουν περάσει μάλιστα μεγάλα ονόματα της διεθνούς σκηνής. «Έχει έρθει ο Robben Ford, ο Guthrie Govan, ο Eric Moore», λέει ενθουσιασμένα ο Στέλιος. «Έχουμε μαζέψει και metal σκηνή. Την αγαπάω πολύ τη metal, ειδικά την ελληνική».


Τώρα τον χειμώνα, σχεδόν κάθε δεύτερη Πέμπτη, στήνονται και μικρά live. Όχι events με σκηνή και φώτα, αλλά εκείνα τα παρεΐστικα που ξεκινούν για την πλάκα και καταλήγουν να τραγουδάει όλο το μαγαζί. «Είναι φίλοι, έρχονται να παίξουν, να περάσουμε καλά. Γίνεται ωραία κατάσταση», λέει ο Στέλιος. Κάπως έτσι, το μαγαζί έχει αποκτήσει το δικό του μικρό fan club μουσικών και μουσικόφιλων.