Ο άνθρωπος πίσω από το Jackaroo: Η ιστορία του Μιχάλη Μαντζουράνη
Από το Πασαλιμάνι μέχρι την κορυφή της γρήγορης εστίασης, ο Μιχάλης Μαντζουράνης έχει χτίσει δύο success stories – το Μπαρ Μπεε Κιου και το Jackaroo. Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο NouPou μιλά για την πορεία του, τα ρίσκα που πήρε και το πώς κατάφερε να μετατρέψει το τηγανητό κοτόπουλο σε μια νέα ελληνική «εμμονή».
- 17/09/2025, 13:07
- Κείμενο: Γιώργος Λαμπίρης
- Φωτογραφίες: Λεωνίδας Τούμπανος
Ο Μιχάλης Μαντζουράνης ταυτίστηκε αρχικά με το Μπαρ Μπεε Κιου, που ίδρυσε στον Πειραιά, και στη συνέχεια με την αλυσίδα εστιατορίων Jackaroo, όπου καινοτόμησε δημιουργώντας μια καινούργια πρόταση στον χώρο της γρήγορης εστίασης, με επίκεντρο το τηγανητό παναρισμένο κοτόπουλο. Κατάφερε και στις δύο περιπτώσεις να γνωρίσει μεγάλη επιτυχία, ανταποκρινόμενος στις γαστρονομικές απαιτήσεις του κόσμου, που συνέρρεε και συνεχίζει να συρρέει στα μαγαζιά του. Όπως λέει, του αρέσει να μαγειρεύει καλά, να μιλά ειλικρινά στους πελάτες και τους συνεργάτες του και να δουλεύει πολύ.
Ξεκίνησε από τον Πειραιά – κυριολεκτικά και μεταφορικά. Από τη Δροσοπούλου στην Κυψέλη, βρέθηκε σε βρεφική ηλικία στο Πασαλιμάνι, εκεί όπου θα ξεκινούσαν αργότερα και οι πρώτες του επαγγελματικές περιπέτειες με τη δημιουργία του Μπαρ Μπεε Κιου. Πέρασε από φούρνους, ντελικατέσεν, catering, διαφημιστικές, βιοτεχνίες, μαγαζιά με εκτυπώσεις, ακόμα και από την κουζίνα του Golf Γλυφάδας. Έπαθε, έμαθε, έστησε, ρίσκαρε.
Άνοιξε το Μπαρ Μπεε Κιου μετά από ένα σοβαρό τροχαίο ατύχημα που είχε με τη βέσπα του και, με λίγα χρήματα αλλά πολλή δουλειά, κατάφερε να το κάνει σημείο αναφοράς μέσα στην κρίση. Το πούλησε στο απόγειο της επιτυχίας στον Χρήστο Βιτσικάνο, ιδιοκτήτη της αλυσίδας ιταλικού φαγητού L’Artigiano, και πέρασε στο επόμενο κεφάλαιο: το Jackaroo.

Σήμερα, μετρώντας ήδη 8 καταστήματα, έχει βρει στρατηγικό συνεργάτη στον όμιλο Vivartia (Goody’s, Everest, Flocafe), ο οποίος απέκτησε το 60% της Jackaroo, με τον Μαντζουράνη να διατηρεί το υπόλοιπο 40%. Ο ίδιος, ωστόσο, συνεχίζει να ψήνει, να πειραματίζεται, να απαντά ο ίδιος στα social media στους πελάτες των μαγαζιών του, να τρέχει τα καταστήματα και να κρατά τον έλεγχο της παραγωγής.
Μιχάλη, πού γεννήθηκες;
Στην Κυψέλη, στην οδό Δροσοπούλου. Βαφτίστηκα στην Αγία Γλυκερία στο Γαλάτσι και, εννιά μηνών, μετακομίσαμε με την οικογένειά μου στον Πειραιά. Στο Πασαλιμάνι. Από τότε είμαι Πειραιώτης.
Γιατί έφυγε η οικογένεια από την Κυψέλη;
Η γιαγιά μου έμενε στο Πασαλιμάνι, ήταν Μανιάτισσα στην καταγωγή. Φύγαμε από την Κυψέλη γιατί εκείνη μπορούσε να βοηθήσει τη μάνα μου, που είχε εμένα και τον αδερφό μου. Έτσι μετακομίσαμε στον Πειραιά.
Τι ήθελες να κάνεις όταν ήσουν μικρός;
Η αλήθεια είναι πως δεν είχα κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μου. Αν με ρωτούσες τότε, θα σου έλεγα ότι ήθελα να γίνω ντράμερ. Έπαιζα drums και παίζω ακόμα λίγο – το μικρόβιο το κόλλησε και ο γιος μου. Τελειώνοντας το λύκειο, ξεκίνησα αμέσως να δουλεύω.
Η πρώτη μου «ανεπίσημη» δουλειά ήταν όταν εργάστηκα ως βοηθός σε απογραφή ηλεκτρονικών. Μετρούσα μικρές αντιστάσεις – έμοιαζαν με φακές – σε ένα μαγαζί με ηλεκτρονικά. Με πήγαινε κάθε Πάσχα ο πατέρας μου στο μαγαζί ενός φίλου του. Η πρώτη μου «επίσημη» δουλειά ήταν στον Καββαδία, στη συμβολή Καραΐσκου και Μπουμπουλίνας, που έφτιαχνε τυρόπιτες και σάντουιτς. Ιστορικό μαγαζί. Το ψωμί για τα σάντουιτς παρασκευαζόταν στον ίδιο χώρο. Εκεί μπήκε μέσα μου το «μικρόβιο» της εστίασης.
Μετά δούλεψα σε ένα ντελικατέσεν στον Πειραιά, τον Τσερτσιάν. Εκεί ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με τα τυριά και τα αλλαντικά. Ήταν και πολύ καλά οργανωμένη επιχείρηση. Ένα ακόμα σημαντικό ερέθισμα ήταν ο πατέρας μου, που μαγείρευε συχνά στο σπίτι. Ήταν μερακλής. Έκανε καταπληκτικά κοκκινιστά. Το είχε το χάρισμα.
Έχω κάνει πολλές δουλειές: από μαγαζί με εκτυπώσεις στην Αλεξάνδρας, μέχρι επιχείρηση με βιομηχανικά υδραυλικά προϊόντα στον Νέο Κόσμο. Η προτελευταία μου δουλειά ως υπάλληλος ήταν στη διαφημιστική του θείου μου, όπου τότε διαφημίζαμε το Havana Club. Θυμάμαι ότι σε μία προωθητική καμπάνια με έπιασε καταιγίδα ενώ ξεφόρτωνα τα κιβώτια. Περίμενα να σταματήσει η βροχή, ώσπου βγήκε ο θείος μου: «Τι κάνεις;», με ρώτησε. Του λέω «Περιμένω να σταματήσει η βροχή». «Όχι, συνέχισε», μου είπε. Ξεφόρτωσα μέσα στη βροχή και μόλις τελείωσα, σταμάτησε. Τότε είπα μέσα μου ότι πρέπει να αλλάξω κατεύθυνση.
Πήγα σε σχολή μαγειρικής, τη Chef D’Oeuvre, στην Πλατεία Βικτωρίας, σε ηλικία 25 ετών. Ήθελα να κάνω αυτό που αγαπούσα. Μαγείρευα ήδη στο σπίτι και είχα επηρεαστεί και από την ταινία Ρατατούης. Το όνειρό μου ήταν να γίνω σεφ σε εστιατόρια υψηλής γαστρονομίας.

Παρόλ’ αυτά, δεν δούλεψες ποτέ σε εστιατόριο;
Όχι. Δούλεψα σε catering. Αρχικά στο Γκολφ Γλυφάδας, μετά στο Πεντελικόν και ξανά στο Γκολφ. Εκεί είχα sous chef τον Σταύρο Γογούση, που με έμαθε να ψήνω στα κάρβουνα. Γι’ αυτό και το Μπαρ Μπεε Κιου είχε κάρβουνα. Ήταν αυτό που ήξερα να κάνω.
Επομένως, η πρώτη σου επιχειρηματική προσπάθεια ήταν το Μπαρ Μπεε Κιου;
Ναι. Όταν εργαζόμουν στο Γκολφ, έπαθα ένα ατύχημα με μια βέσπα που είχα τότε. Μια κοπέλα έκανε αναστροφή στη Γρηγορίου Λαμπράκη, στον Πειραιά, με αποτέλεσμα να υποστώ συντριπτικό κάταγμα στο μηριαίο οστό του δεξιού μου ποδιού. Πέρασα από δύο χειρουργεία και για τρία χρόνια κυκλοφορούσα με πατερίτσες. Έγινε το δικαστήριο, πήρα αποζημίωση και με αυτά τα χρήματα άνοιξα το Μπαρ Μπεε Κιου.
Επειδή ήμουν πολύ κακός στη διαχείριση των χρημάτων, όταν έλαβα την αποζημίωση άνοιξα το μαγαζί χωρίς να έχω ούτε ένα ευρώ στην άκρη, ενώ χρειάστηκε να δουλέψω και με δανεικά. Στο τρίμηνο ήρθαν απροειδοποίητα από τον Γαστρονόμο, μου έκαναν μία παρουσίαση και έτσι το μαγαζί άρχισε να γίνεται γνωστό και να αποκτά επιτυχία.
Παρά την επιτυχία που γνώρισε το Μπαρ Μπεε Κιου, αποφάσισες να το πουλήσεις.
Το μαγαζί άνοιξε στις 9 Απριλίου του 2013 και το πούλησα την 1η Ιουνίου του 2017 στον Χρήστο Βιτσικάνο της L’Artigiano. Εγώ προσέγγισα τον Βιτσικάνο, γιατί είχα αρχίσει να κουράζομαι. Έκανα σχεδόν τα πάντα: από τη δημιουργία του μενού και τη διαχείριση του εστιατορίου, μέχρι τα social media. Ήταν δύσκολο να αντέξω, καθώς η πίεση ήταν μεγάλη. Μόλις είχε γεννηθεί και ο γιος μου και ήθελα να αφιερώσω περισσότερη ενέργεια σε εκείνον.
Το Μπαρ Μπεε Κιου μου άφησε εμπειρίες αλλά και χρήματα. Κυρίως όμως, η εμπειρία ήταν το πιο σημαντικό στοιχείο που αποκόμισα, καθώς έμαθα να μην επαναλαμβάνω τα ίδια λάθη στα χρόνια που θα ακολουθούσαν. Η επιτυχία που γνώρισε ήταν πρωτόγνωρη, γιατί έως τότε δεν είχε εμφανιστεί κάτι αντίστοιχο με τέτοια δυναμική στην περιοχή. Ήμουν ο πρώτος που ανέβαζα βίντεο στο YouTube και τα social media, παρουσίαζα καινούργιες συνταγές και πρόσφερα γενναιόδωρες ποσότητες σε κάθε μερίδα.
Ποιο ήταν το μυστικό της επιτυχίας;
Το βασικό στοιχείο ήταν η ειλικρίνεια. Ήμουν ξεκάθαρος απέναντι στους πελάτες, το προσωπικό και όλους τους συνεργάτες μου. Επίσης, χρησιμοποιούσα καθαρή και ποιοτική πρώτη ύλη, σε καλή τιμή. Όσο για την παρουσία στα social media, τα διαχειριζόμουν όλα μόνος μου. Ακόμα και σήμερα, εγώ απαντάω στο Instagram.
Και μετά το Μπαρ Μπεε Κιου, τι;
Εκεί που είπα να ηρεμήσω για λίγο, άνοιξα μια επιχείρηση επεξεργασίας κρέατος στο Μοσχάτο, για να φτιάχνω τα μπιφτέκια για το Μπαρ Μπεε Κιου που πλέον ανήκε στον Χρήστο Βιτσικάνο. Σύντομα όμως βαρέθηκα. Δεν μου ταίριαζε το εμπορικό κομμάτι αυτής της δουλειάς
Άρα μετά ήρθαν τα Jackaroo.
Τον Μάιο του 2018. Ξεκίνησε ως sandwich shop με επιρροές από τη διεθνή κουζίνα. Είχα από cheesesteak μέχρι lobster roll με αστακό. Αλλά υπήρχε και ένα τηγανητό κοτόπουλο στο μενού, το οποίο ο κόσμος ζητούσε συνεχώς.

Πώς πήρες την απόφαση να δημιουργήσεις επιχείρηση με τηγανητό κοτόπουλο πανέ, όταν ήδη υπήρχε η KFC, μια παγκοσμίως γνωστή και εδραιωμένη αλυσίδα στην Ελλάδα;
Είχα την εμπειρία και τη διορατικότητα να αλλάξω όλο το μενού σε μια νύχτα και να το κάνω «κοτοπουλάδικο». Είδα ότι το κοτόπουλο είχε τεράστια ζήτηση και κανείς δεν το έκανε σωστά έως τότε. Το κενό ήταν μεγάλο. Εγώ έφτιαχνα το αυθεντικό buttermilk fried chicken με ξινόγαλο. Επιπλέον, μια ακόμα καινοτομία ήταν τα fingers, στα οποία χρησιμοποιούσα μόνο παραφίλετο κοτόπουλου. Ούτε η KFC δεν το έκανε έτσι. Άρπαξα την ευκαιρία και προχώρησα, ικανοποιώντας την τρομερή «δίψα» που υπήρχε για τηγανητό κοτόπουλο.
Πότε κατάλαβες ότι το πρώτο Jackaroo στο Πασαλιμάνι άρχισε να αποδίδει;
Να σου πω ότι μεσολάβησε ο Covid. Για περίπου έναν χρόνο, το μαγαζί ήταν κλειστό. Είχα ανοίξει μόλις έναν χρόνο πριν και ξαφνικά έκλεισαν τα πάντα. Ευτυχώς, σκέφτηκα να κάνω διανομή με αυτοκίνητα σε όλη την Αθήνα. Στους άδειους δρόμους, πηγαίναμε ακόμα και στη Νέα Πεντέλη, ξεκινώντας από τον Πειραιά. Έτσι, μας γνώρισαν πολλοί στη διάρκεια της καραντίνας, ενώ κρατήθηκε και η επιχείρηση ζωντανή.
Εκτοξεύτηκε η επιχείρηση μετά την καραντίνα;
Μετά τη δεύτερη καραντίνα, άνοιξα μαγαζί στην Κυψέλη τον Σεπτέμβριο του 2022, χωρίς να έχω ούτε ίχνος μετρητών – μόνο με επιταγές. Ευτυχώς, δούλεψε.

Πώς προέκυψε το όνομα Jackaroo;
«Jackaroo» ονομάζεται ο βοηθός του γελαδάρη στην Αυστραλία. Έψαχνα ονόματα, είδα κάπου το «Jackaroo» και μου ταίριαξε. Η επιτυχία, όμως, δεν ήταν σε καμία περίπτωση θέμα συγκυριών. Στην περίπτωση του Μπαρ Μπεε Κιου εργάστηκα έξυπνα και μεθοδικά πάνω στο concept και ευτυχώς είχα μια βάση πελατών που με ακολουθούσε, οπότε ήταν πιο εύκολο να γίνει γνωστό. Βέβαια, αν δεν είχα καλό προϊόν, δεν θα μπορούσα να προχωρήσω.
Πώς έγινε το deal με τον όμιλο Vivartia;
Η αρχική προσέγγιση έγινε με τον Παναγιώτη Θρουβάλα, πρόεδρο του ομίλου Vivartia. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που διακρίνεται για την ψυχραιμία και τον ορθολογισμό του. Η συμφωνία έγινε πολύ ανθρώπινα. Ξεκάθαρα. Με αμοιβαίο όφελος και για τις δύο πλευρές.
Σου φέρθηκαν καλά δηλαδή.
Ναι. Δεν προσπάθησαν να «πάρουν» ό,τι περισσότερο μπορούσαν ή να με «ρίξουν». Είχαν στόχο να δημιουργήσουν κάτι ωραίο, χωρίς να προσβλέπουν μόνο στο τζίρο ή την κερδοφορία της επιχείρησης.
Πόσα Jackaroo υπάρχουν σήμερα;
Το όγδοο βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, το οποίο μόλις άνοιξε. Έπεται το Μαρούσι. Στο πλάνο υπήρχε και η Γλυφάδα, ωστόσο δεν ευδοκίμησε. Παρ’ όλα αυτά, η συγκεκριμένη περιοχή συνεχίζει να μας ενδιαφέρει. Επίσης, μέχρι το τέλος του χρόνου θα ανοίξουμε στη Λάρισα, ενώ μας ενδιαφέρουν η Πάτρα και το Ηράκλειο. Δεν θα λειτουργήσουν περισσότερα από δέκα καταστήματα συνολικά. Δεν θέλω να κουραστεί το brand και να μας βλέπουν συνεχώς μπροστά τους.
Κάνοντας έναν μικρό απολογισμό για τα χρόνια που δραστηριοποιείσαι ως επιχειρηματίας, τι θα κρατούσες;
Ο μεγαλύτερος θησαυρός είναι οι σχέσεις και οι φιλίες που έχω δημιουργήσει όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και τα μαθήματα που έχω λάβει από τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάστηκα. Έμαθα να διαχειρίζομαι τον προσωπικό μου χρόνο και να είμαι πιο οργανωτικός.