Τούνελ Delicatessen: Το τελευταίο αυθεντικό πολίτικο μαγαζί της Αθήνας βρίσκεται στον Άλιμο
Στη Λεωφόρο Κυθηρίων στον Άλιμο, το Τούνελ Delicatessen του Κώστα Δουχάμη κρατά ζωντανή την αυθεντική πολίτικη γαστρονομική παράδοση. Παστουρμάδες κομμένοι στο χέρι, χειροποίητα ντολμαδάκια, λακέρδες και γεύσεις από την Κωνσταντινούπολη συνθέτουν ένα μοναδικό delicatessen που λειτουργεί ως γευστική μνήμη και καθημερινό σημείο αναφοράς για Πολίτες, Τούρκους και Αθηναίους.
- 29/12/2025, 11:51
- Κείμενο: Δημήτρης Ιωάννου
- Φωτογραφίες: Δημήτρης Ιωάννου
Στη Λεωφόρο Κυθηρίων 4, στον Άλιμο, εδώ και έξι χρόνια λειτουργεί ένα μικρό μαγαζί που μοιάζει χωμένο σε μια εσοχή του πεζοδρομίου, κάπως λίγο κρυμμένο, με μια μεγάλη ταμπέλα όμως που γράφει «Τούνελ Delicatessen» και το λογότυπο του Miran –του γνωστού παστουρματζίδικου της Ευριπίδου– δεξιά κι αριστερά. Πίσω από τον πάγκο βρίσκεται ο 67χρονος Κώστας Δουχάμης, ο οποίος κόβει παστουρμά και σουτζούκια με το χέρι, χωρίς μηχανήματα, αλφαδιά, σχεδόν διάφανα, σαν φύλλο χαρτιού.

Ο κυρ Κώστας, όπως συχνά τον φωνάζουν οι περισσότεροι πελάτες του, είναι ίσως ο τελευταίος ιδιοκτήτης αυθεντικού πολίτικου delicatessen στην Αθήνα. Και αυτό, σήμερα, δεν είναι απλώς τίτλος τιμής, είναι και ευθύνη.
Η ιστορία του «Τούνελ» όμως πηγαίνει πολλά χρόνια πίσω, πολύ πριν εγκατασταθεί στον Άλιμο. Ξεκινά από την Κωνσταντινούπολη, από το λιμάνι του Καράκιοϊ, ακριβώς στην είσοδο του περίφημου τούνελ με το μετρό που σε ανεβάζει στο Πέρα, τη σημερινή Ιστικλάλ, τον κεντρικότερο πεζόδρομο της πόλης. «Ο πατέρας μου είχε ακριβώς το ίδιο μαγαζί, με την ίδια φίρμα», μου λέει. Από εκεί πήρε και το όνομά του.

Ο Σταύρος Δουχάμης, Ρωμιός της Πόλης, δούλεψε από μικρός σε ελληνικά μπακάλικα, έμαθε την τέχνη και τη μετέδωσε στον γιο του σχεδόν φυσικά, όπως συμβαίνει στις οικογένειες όπου η δουλειά είναι τρόπος ζωής. «Από δεκαπέντε χρονών κάνω αυτή τη δουλειά. Πενήντα χρόνια τώρα», λέει χωρίς ίχνος υπερβολής. Το κατάστημα που είχαν στην Πόλη γκρεμίστηκε για να μεγαλώσει η είσοδος του τούνελ· δεν υπάρχει τίποτα πια από αυτό που να θυμίζει το ένδοξο παρελθόν του.

Το 1990 η οικογένεια πήρε την απόφαση να φύγει από την Πόλη. Το ελληνικό στοιχείο λιγόστευε επικίνδυνα, τα σχολεία άδειαζαν. «Όταν πήγαινα εγώ σχολείο στα Ταταύλα και έπειτα στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, ήμασταν 90 παιδιά στην τάξη. Τώρα είναι ένα ή δύο». Η κόρη του ήταν επτά χρονών όταν ήρθαν στην Ελλάδα, ήθελε να σπουδάσει και να πάει σε ελληνικό σχολείο. Έτσι ήρθαν στην Αθήνα και για τριάντα χρόνια το «Τούνελ» έζησε στην Καλλιθέα, στην Αγίων Πάντων. Όταν το κτήριο που το στέγαζε πουλήθηκε, ο δρόμος τούς έφερε στον Άλιμο. Και η πελατεία ακολούθησε.
Σήμερα, στο «Τούνελ Delicatessen» θα βρεις ό,τι χρειάζεται ένα αυθεντικό πολίτικο τραπέζι. Παστουρμάδες και σουτζούκια –η ναυαρχίδα του μαγαζιού, λακέρδες, ντολμαδάκια, μύδια γεμιστά, μελιτζανοσαλάτα καπνιστή στα κάρβουνα, τουρσιά δικής τους παρασκευής, τυριά και αλλαντικά, ακόμα και λαχματζούν ή μαντί. Τουρκική ρακί, όσπρια και ζυμαρικά με τουρκικές επωνυμίες συμπληρώνουν την εικόνα. Κάποια προϊόντα έρχονται από την Τουρκία, άλλα παράγονται εδώ, ενώ όσα φτιάχνονται στο εργαστήριο είναι όλα χειροποίητα.


Για όποιον έχει ζήσει έστω και λίγο στην Κωνσταντινούπολη, το «Τούνελ» είναι μια πραγματική όαση μνήμης. Η πελατεία του όμως δεν είναι μόνο Πολίτες ή Τούρκοι που μένουν στα Νότια Προάστια. Έρχονται και Ελλαδίτες, όπως τους λέει, άνθρωποι απ’ όλη την Αθήνα, από τα Πατήσια μέχρι τη Γλυφάδα, ακριβώς γιατί τέτοια μαγαζιά πια δεν υπάρχουν. «Τελευταίο πολίτικο μαγαζί είναι αυτό. Δεν υπάρχει άλλο. Έχω μείνει ο τελευταίος αυθεντικός», λέει χαμηλόφωνα, σχεδόν με ευθύνη.

Ο κυρ Κώστας είναι παραδοσιακός, δεν έχει υπαλλήλους. Ο ίδιος εξυπηρετεί, κόβει, συζητά. Έχει όμως και delivery, ενώ η γυναίκα και η κόρη του βοηθούν στις γιορτές, όταν το τηλέφωνο δεν σταματά να χτυπά. «Να κάνουν τις παραγγελίες τους για το γιορτινό τραπέζι από νωρίς», μου λέει. «Έχουμε και χειροποίητες Πολίτικες βασιλόπιτες με την παραδοσιακή συνταγή».

Το «Τούνελ» είναι ανοιχτό καθημερινά, από τις 9.30 το πρωί έως τις 9 το βράδυ. Τα Σάββατα μέχρι τις 8 και Κυριακές από τις 11 έως τις 2. «Μα δεν κουράζεστε;» τον ρωτώ. «Το σημαντικότερο είναι ότι αγαπάω τη δουλειά μου και την κάνω με κέφι», μου απαντά, και εκεί συνοψίζεται όλη η ουσία της κουβέντας μας.


Η Πόλη δεν έφυγε ποτέ από μέσα του. Πριν από έναν μήνα άλλωστε ήταν εκεί. Έτσι, όποτε η συζήτηση γυρνά στη γενέτειρά του, μιλά με νοσταλγία και αγάπη. Για τα Ταταύλα, τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, τους φίλους που έχει ακόμα εκεί, για τον στρατό στο όρος Αραράτ, για το Βαν στα σύνορα με την Αρμενία και το θρυλικό του πρωινό. «Η Πόλη δεν ξεχνιέται με τίποτα», λέει. Και ίσως γι’ αυτό, μέσα σε αυτή τη μικρή εσοχή στον Άλιμο, επιμένει να υπάρχει ένα κομμάτι της. Όσο μπορεί. Όσο αντέχει. Και όσο υπάρχουν άνθρωποι που ξέρουν να αναγνωρίζουν τι σημαίνει αυθεντικότητα.