Αλέκος Παναγούλης: Η τελευταία διαδρομή και ο θάνατος στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης
Η νότια συγγραφέας Πολύμνια Ρέγκου ξετυλίγει με κινηματογραφική ένταση την τελευταία διαδρομή του Αλέκου Παναγούλη, μετατρέποντας την τραγική αυγή της Πρωτομαγιάς του 1976 σε ένα συγκλονιστικό χρονικό ελευθερίας, μνήμης και ανεξίτηλου έρωτα.
- 25/05/2025, 12:39
- Κείμενο: Πολύμνια Ρέγκου
Το πράσινο Fiat Mirafiori τρέχει με μεγάλη ταχύτητα, στη λεωφόρο Βουλιαγμένης με κατεύθυνση προς τη Γλυφάδα. Βρίσκεται στα όρια του δήμου Αγίου Δημητρίου. Είναι ξημερώματα πρωτομαγιάς του 1976. Ο δρόμος είναι άδειος και ο οδηγός, λάτρης της ταχύτητας και ατρόμητος από τα γεννοφάσκια του, πατά το γκάζι και χαίρεται αυτή την ελευθερία. Ό,τι έχει σχέση με την ελευθερία του αρέσει. Εκείνος, περισσότερο από κάθε άλλον, την αποζητά, με όποιον τρόπο κι αν του δίνεται.
Ξαφνικά, δυο ακόμη αυτοκίνητα εμφανίζονται κοντά του. Μοιάζουν να τον προκαλούν, αφού κινούνται κι εκείνα το ίδιο ριψοκίνδυνα. Στο ένα επιβαίνει ο βιοτέχνης Μιχάλης Στέφας. Άγνωστο γιατί, φρενάρει απότομα, κάνοντας τον οδηγό του πράσινου Mirafiori, να χάσει τον έλεγχο και να καταλήξει σε ένα υπόγειο συνεργείο. Η σύγκρουση είναι σφοδρή. Ο οδηγός ξεψυχά λίγα λεπτά αργότερα.
Ο ταξιτζής που πλησιάζει πρώτος την άμορφη μάζα του πράσινου οχήματος, μένει εμβρόντητος από αυτό που αντικρύζει. Βλέπει μπροστά του αιμόφυρτο τον Αλέκο Παναγούλη, τον ήρωα, τον ποιητή, τον πολιτικό, το παλικάρι. Έφτασαν μερικές στιγμές για να χάσει τη ζωή του εκείνος, που προκαλούσε συνεχώς το θάνατο, κοιτώντας περήφανα τους βασανιστές του. Εκείνος που αρνιόταν να υποκύψει στα χειρότερα βασανιστήρια και ζούσε επί τεσσερισήμισι χρόνια, φυλακισμένος, με τη συνεχή απειλή του εκτελεστικού αποσπάσματος. Ήταν τόσο εύκολο τελικά να βγει από τη μέση; Ήταν πράγματι ένα τραγικό ατύχημα ο χαμός του; Έχουν περάσει σαράντα εννέα χρόνια από τότε, κι ακόμα κανείς δε μπορεί να απαντήσει με σιγουριά.
Όσοι τον μίσησαν, μειδίασαν χαιρέκακα. Όσοι τον φοβήθηκαν, μπορούσαν να κοιμούνται ήσυχοι. Όσοι τον αγάπησαν, δεν τον ξέχασαν ποτέ.
Ανάμεσα στο πλήθος των χιλιάδων ανθρώπων που κατέκλυσαν κάθε γωνιά και μπαλκόνι της Αθήνας την ημέρα της κηδείας, υπήρχε και μια κομψή, αγέρωχη γυναίκα, με χαρακτηριστικά που παρέπεμπαν σε ξένη. Ακολουθούσε το γυάλινο φέρετρο δίπλα στη μητέρα του νεκρού. Ήταν αμίλητη, φορούσε τεράστια σκούρα γυαλιά και κρατούσε το κεφάλι ψηλά. Ήταν η Οριάνα Φαλάτσι, η παντοτινή του σύντροφος. Η Ιταλίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας που τον αγάπησε με πάθος και κράτησε τη σκέψη του, μέχρι το δικό της θάνατο το 2006.

Έτσι μαγικά, η ιστορία αυτή έχει τα πάντα. Αφορά σε έναν αλύγιστο αγωνιστή, που έγραφε ποιήματα μέσα στη φρίκη της φυλακής του. Έναν ευαίσθητο και δυναμικό νέο άνθρωπο, που δε γονάτισε ποτέ και ξύπνησε όλων των ειδών τα πάθη σε όσους τον γνώρισαν. Μέσα στα τριάντα επτά χρόνια ζωής του, ο ίδιος άνθρωπος έζησε όσα άλλοι δε ζουν, ούτε ως τα βαθιά τους γεράματα. Στη σύντομη πορεία του σε τούτο τον κόσμο, άφησε με τη ρίμα των ποιημάτων του και τη φωτιά των πράξεων του, ανεκτίμητη κληρονομιά για τις επόμενες γενιές. Στην ίδια ιστορία υπάρχει ένας τραγικός θάνατος, που πέπλο μυστηρίου συνεχίζει ακόμη να τον τυλίγει. Υπάρχει τέλος κι ένας απελπισμένος έρωτας. Μια ερωτευμένη γυναίκα που δεν τον ξέχασε ποτέ. Κι όχι μια οποιαδήποτε γυναίκα! Η πιο μάχιμη και διάσημη δημοσιογράφος της εποχής, γοητεύτηκε από αυτόν τον ηρωικό Έλληνα. Η πολεμική ανταποκρίτρια που είχε βρεθεί αντιμέτωπη με το θάνατο, κατά τον πόλεμο του Βιετνάμ και είχε γνωρίσει και εντυπωσιάσει τις πιο επιφανείς προσωπικότητες, καταρρέει μπροστά στο χαμό του αγαπημένου της.
«Δεν αγάπησα τίποτα και κανένα όσο τον Αλέκο και τη μαμά», δήλωσε η ίδια σαν σκοτώθηκε ο Παναγούλης. Κλείνεται για χρόνια στο σπίτι της προκειμένου να γράψει το περίφημο βιβλίο της «Ένας άντρας» και να γίνει έτσι η φωνή του, αφού η δική του είχε πια σιγήσει.
Ακόμη και το πιο ευφάνταστο σενάριο ταινίας, δε θα μπορούσε να συγκεντρώσει όλη την τραγική ζωή του Αλέκου Παναγούλη, του ανθρώπου που με το αίμα του, έγραφε στίχους στους τοίχους της φυλακής. Κι αν το κύκνειο άσμα του, δεν ήταν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, όπως είχε ευχηθεί κατά τη δίκη του, οι στίχοι του απαγγέλλονται ακόμη από τα χείλη χιλιάδων ανθρώπων, μισό αιώνα μετά τον άδικο χαμό του.