Μεγαλώνοντας στη Γλυφάδα των 80s και 90s: Η Μαρία Ματσούκα θυμάται παγωτά, βουτιές και επικά open parties

Μπάνια στο Διαμάντι, παγωτό από το Δούκα, μπέργκερ στα Wendy's, κρυφτό στην πλατεία και θρυλικά parties στο «Μικρό Μερσέντες»: Η Μαρία Ματσούκα μάς ξεναγεί στη Γλυφάδα των 80s και 90s, με αναμνήσεις γεμάτες παιδική ξεγνοιασιά και εφηβική ζωντάνια.
- 10/06/2025
- Κείμενο: Εμμανουέλα Ρουσσάκη
- Φωτογραφίες: Ιωάννα Μορφινού
Αν έχεις μεγαλώσει στη Γλυφάδα, πιθανότατα θυμάσαι τα καλοκαίρια στο Διαμάντι, τον λουκουματζή στην παραλία, τις παγωμένες Coca-Cola στο Queen και τα απογεύματα στα «Blanos» ή στα «ξύλινα» της πλατείας. Αν όχι, η Μαρία Ματσούκα θα σε κάνει να νιώσεις ότι τα έζησες. Μιλώντας στο NouPou, η -γέννημα θρέμμα Γλυφαδιώτισσα- Μαρία, καταφέρνει να ανασύρει μια ολόκληρη εποχή, ζωντανεύοντας τις πιο νοσταλγικές εικόνες των νοτίων προαστίων, μέσα από τις δικές της προσωπικές αναμνήσεις.
Συγγραφέας πλέον, με τρία μυθιστορήματα στο ενεργητικό της, μητέρα και μόνιμη κάτοικος της περιοχής, μοιράζεται μαζί μας τι σήμαινε να μεγαλώνεις στη Γλυφάδα τη δεκαετία του ’80 και του ’90: από τα στέκια και τις παιδικές αλάνες, μέχρι τις μουσικές επιρροές και τα πάρτι στις πισίνες των ξενοδοχείων. Με τρυφερότητα και χιούμορ, μας θυμίζει γιατί η Γλυφάδα δεν ήταν απλώς ένα προάστιο – ήταν τρόπος ζωής. Ένα ταξίδι πίσω στον χρόνο, γεμάτο μυρωδιές, ήχους και χρώματα που, όπως λέει και η ίδια, κουβαλάει ακόμα μέσα της.
Πού μεγάλωσες ακριβώς; Τι εικόνες σου έρχονται πρώτες στο μυαλό όταν σκέφτεσαι την παιδική ή εφηβική σου ηλικία στη Γλυφάδα;
Γεννήθηκα την δεκαετία του 80 και μεγάλωσα στην Γλυφαδα. Οι πρώτες εικόνες που μου έρχονται στο μυαλό είναι τα καλοκαίρια που πηγαίναμε για μπάνιο με τη μαμά και την αδελφή μου στο Διαμάντι, στην παραλία της Γλυφάδας. Και φυσικά, ο λουκουματζής που περνούσε κάθε λίγο και λιγάκι, φωνάζοντας να δοκιμάσουμε τους λουκουμάδες του. Πάντα κατέληγα με ζάχαρη στο πρόσωπο. Θυμάμαι πως ήμουν συνεχώς χαρούμενη και γελούσα με κάθε αφορμή. Ποτέ δεν φόρεσα σωσίβιο ή μπρατσάκια. Ούτε εγώ, ούτε η αδελφή μου. Κολυμπούσαμε από τότε που ήμασταν μωρά. Η μαμά μας μάς πήγαινε κάθε μέρα, όλη μέρα, στη θάλασσα.
Όταν μεγάλωσα λίγο, πηγαίναμε με τα παιδιά της γειτονιάς για μπάνιο σε ξενοδοχεία που είχαν πισίνες, για να κάνουμε βουτιές. Αστέρια στις Καμπάνες, Emmantina Hotel, London Hotel, Congo Palace και – φυσικά – η αγαπημένη μου πισίνα, στο Oasis Hotel. Τα θυμάμαι πολύ έντονα εκείνα τα χρόνια, γιατί η χαρά μου ήταν τεράστια. Ήμουν προς το τέλος του δημοτικού και κάποια παιδιά ήταν ήδη στο γυμνάσιο. Κι όμως, παρ’ ότι ήμασταν τόσο μικροί, αλωνίζαμε όλη τη Γλυφάδα χωρίς κανέναν φόβο – ούτε εμείς, ούτε οι γονείς μας. Ολα ήταν σε πολύ κοντινή απόσταση και παρόλο που δεν υπήρχαν κινητά ήξεραν πάντα πού θα μας έβρισκαν. Ήμασταν σαν ένα χωριό, με κάποιον τρόπο.
Θυμάμαι επίσης έντονα τον παιδότοπο – το skate park, ή «οι ξύλινες», όπως το λένε τώρα οι νεοφερμένοι κάτοικοι, και τις άπειρες ώρες που κάναμε πατίνια ή σκαρφαλώναμε στην τεράστια, κεντρική «αράχνη». Τώρα την έχουν αντικαταστήσει με μια μικροσκοπική.
Ποιο ήταν το στέκι σου;
Τι να πρωτοθυμηθώ… Όταν ήμουν πολύ μικρή, πηγαίναμε για ανάμεικτο παγωτό στον Δούκα, και φυσικά το ψωμί το έπαιρνε η μητέρα μου από τον Μπέτικα. Τα Σαββατοκύριακα για φαγητό με τους γονείς μας στην Μπιφτεκούπολη. Τυρόπιτες από τον Τάσο, σουβλάκια από τις σεφταλιές στην πλατεία Εσπερίδων, πίτσα στο La Bussola και, φυσικά, μπέργκερ, πατάτες με μαγιoνέζα και βάφλες στο εμβληματικό Queen. Μπέργκερ τρώγαμε επίσης και από τα λατρεμένα Wendy’s – μάλιστα, ήμασταν εκεί την πρώτη μέρα που άνοιξαν! Όλοι οι Γλυφαδιώτες θα θυμούνται πως την πρώτη μέρα το φαγητό ήταν δωρεάν, ήταν κάτι σαν γιορτή! Στο τέλος μάλιστα, οι υπάλληλοι μάς ρώτησαν αν μας άρεσε το φαγητό. Μας είχε κάνει τρομερή εντύπωση· ήμασταν παιδιά του δημοτικού και του γυμνασίου, οπότε ήταν απόλυτα λογικό να εντυπωσιαστούμε.
Φυσικά, θυμάμαι και τα Blanos, και τις άπειρες ώρες που καθόμασταν στη γειτονιά. Μεγάλωσα στην πλατεία· πάντα έμενα στην Κάτω Γλυφάδα. Παίζαμε κρυφτό και κυνηγητό εκεί όπου τώρα είναι ο Ζάχουλης – τότε ήταν το βίντεο κλαμπ Μαγουλάς. Δίπλα ήταν ο Τζίμης, το μίνι μάρκετ, και δίπλα του το Καραβάν με τα ανατολίτικα γλυκά.
Ως έφηβη, καθόμασταν με τις ώρες στα Wendy’s και στα McDonald’s. Πηγαίναμε στο Divina για ηλεκτρονικά και έπειτα στο Correto. Εγώ πάντα ήμουν η πιο μικρή στις παρέες, αλλά οι κολλητές μου – που ήταν ένα-δύο χρόνια μεγαλύτερες – με έπαιρναν μαζί τους. Ήμουν και αρκετά αναπτυγμένη για την ηλικία μου, και κατάφερνα να πείθω.
Όταν μεγάλωσα πήγαινα και στο «Μικρό Μερσέντες» και στο Αμφιθέατρο. Είχε μάλιστα σκληρή πόρτα. Δεν τους άφηναν όλους να μπουν μέσα. Επίσης υπήρχε και το Sussex στο «στενό», η μουσική ήταν αποκλειστικά ραπ λόγω της αμερικανικής βάσης που υπήρχε πιο παλιά στο Ελληνικό. Άκουγα Dr. Dre, Snoop Dogg και 2pac από πολύ μικρή ηλικία, συνδυαστικά φυσικά με Nirvana, U2, Green Day, Offspring, Smiths, Cure, Depeche Mode, Ace of Base, Madonna, Michael Jackson, Tρύπες και Ξύλινα Σπαθιά, Bob Marley και πολλά πολλά ακόμα ακούσματα. Ένα συνονθύλευμα μουσικής. Φυσικά δεν μπορώ παραλείψω τις σινεφίλ βραδιές στο Άννα Ντορ, το σινεμά μας, και το Ρίο – τον θερινό. Πόσο όμορφα ήταν όλα…
Αν έπρεπε να διαλέξεις μια μυρωδιά και έναν ήχο από τα 90s της Γλυφάδας, ποιοι θα ήταν;
Τέλεια ερώτηση! Η μυρωδιά είναι ξεκάθαρα το White musk από Body Shop, και αν έπρεπε να διαλέξω μόνο ένα τραγούδι θα επέλεγα σίγουρα το τραγούδι people are των Depeche mode! Συγκινούμαι και που τα σκέφτομαι.
Πόσο «μικρή κοινωνία» ήταν τότε τα νότια; Ένιωθες ότι όλοι τους ξέρουν όλους;
Σίγουρα ήμασταν μια μικρή κοινωνία· σχεδόν όλοι γνωριζόμασταν μεταξύ μας – γονείς, παιδιά, αδέλφια, μαγαζάτορες. Όμως, κάθε Σαββατοκύριακο, κυρίως το καλοκαίρι, έρχονταν στη Γλυφάδα για βόλτα άνθρωποι από διάφορες περιοχές της Αθήνας, άρα πάντα κυριαρχούσε μια πιο κοσμοπολίτικη αίσθηση. Η Γλυφάδα ήταν πάντα ένα δημοφιλές μέρος, και αυτό είναι λογικό, γιατί αναμφίβολα είναι η ομορφότερη περιοχή της Αθήνας – αν όχι ολόκληρης της Ελλάδας.
Παρ’ όλα αυτά, τότε διατηρούσε ακόμη την αίσθηση της γειτονιάς. Νομίζω πως αυτό έχει σχεδόν χαθεί πλέον. Πολλές φορές βγαίνω από το σπίτι μου για να πεταχτώ μέχρι το σούπερ μάρκετ και αισθάνομαι ότι πρέπει να ντυθώ επίσημα, νιώθω λες και βρίσκομαι στο Miami, άσε που δεν γνωρίζω σχεδόν κανέναν, ο κόσμος συνεχώς εναλλάσσεται.
Ποιες φυσιογνωμίες ή καταστάσεις – μαγαζιά, παρέες, urban legends της εποχής- θυμάσαι χαρακτηριστικά;
Υπήρχαν πάντα εκείνα τα αγόρια που ήταν ερωτευμένα όλα τα κορίτσια μαζί τους – ξέρεις, οι «ωραίοι» της εποχής, που ήταν και οι πιο δημοφιλείς. Δεν θα πω ονόματα… ειλικρινά, ντρέπομαι ακόμα! Ζούσαμε το δικό μας «Beverly hilis 90210». Αυτό που θυμάμαι έντονα είναι τα open parties που διοργανώνονταν σε σπίτια ή ξενοδοχεία, με DJs και πολύ κόσμο. Ήταν πολύ της μόδας τότε. Είναι τρελό να σκέφτομαι πόσο μικροί ήμασταν… Αλλά ειλικρινά ήμασταν αθώα παιδιά, αγνά. Δεν ήμασταν πονηρεμένοι, στην πλειοψηφία μας τουλάχιστον. Δεν είχαν μπει ακόμα στη ζωή μας τα κινητά για να έχουμε περίεργες ή ακόμα και απαγορευτικές προσλαμβάνουσες.
Συγκεκριμένα θυμάμαι ένα πάρτι στο ξενοδοχείο Sivilla – το οποίο τώρα έχει γίνει γηροκομείο. Όλο το βράδυ βουτούσαμε με τα ρούχα στην πισίνα και φυσικά φύγαμε βρεγμένοι, γελώντας ασταμάτητα. Το «ποτό» μας ήταν γρεναδίνη με Sprite!
Πώς σε επηρέασε όλο αυτό το background μεγαλώνοντας; Νιώθεις ότι κουβαλάς ακόμα μέσα σου την “τυπική νότια” της εποχής;
Ήμουν ένα παιδί χωρίς φόβο, με έντονη κι αποφασιστική προσωπικότητα. Πέρασα από πολλές φάσεις. Ήμουν για χρόνια η τυπική «γλυφαδιώτισσα» με Timberland και Best Company. Έπειτα θα έλεγα ότι έγινα λίγο πιο εναλλακτική και άλλαξα στρατόπεδο. Πάντως όλα συνέβησαν στη Γλυφάδα.
Κάπου εκεί, στο τέλος της εφηβείας και του σχολείου, ξεκίνησα σπουδές στη σκηνοθεσία κινηματογράφου και ωρίμασα απότομα και απόλυτα. Είχα μια έντονη εφηβεία, την έζησα στο 100%, ξέδωσα, δεν εχω απωθημένα και δεν θα την άλλαζα με τίποτα. Μέσα από εκείνα τα χρόνια διαμορφώθηκα σε ό,τι είμαι σήμερα και νιώθω απύθμενη ευγνωμοσύνη για την ευλογία να ζήσω εκείνα τα μαγικά χρόνια της Γλυφάδας, τη μυρωδιά της θάλασσας, τον πορτοκαλοκόκκινο ουρανό, τους φοίνικες παρέα στις βόλτες μας.
Η οικογένειά μου μου δίδαξε την αγάπη, τις αρχές και τις αξίες που έχω μέχρι σήμερα και προσπαθώ να μεταλαμπαδεύσω στον γιο μου, όμως και ο περιβάλλοντας χώρος που μεγάλωσα με έμαθε τόσα πολλά. Κάθε φάση, κάθε εικόνα και μουσική, οι φίλοι μου, η γειτονιά μου με έμαθαν να διεκδικώ τη ζωή που ήθελα. Ό.τι πιο πολύτιμο κουβαλώ σήμερα, ξεκίνησε ακριβώς από εκεί, από τη Γλυφάδα της δεκαετίας του ’80 και του ’90.
Ως μαμά πλέον, τι σημαίνει για σένα το να μεγαλώνει το παιδί σου στα νότια προάστια;
Έχω την τύχη ο Θέμης, ο σύζυγος μου, να είναι και εκείνος Γλυφαδιώτης από τότε που γεννήθηκε, άρα δεν υπήρχε περίπτωση να μετακομίσουμε σε κάποια άλλη περιοχή. Είναι τόσο ωραίο που έχουμε τις ίδιες μνήμες και οι εικόνες μας ταυτίζονται. Είναι αληθινή ευλογία που το παιδί μας μεγαλώνει στην πιο όμορφη περιοχή της Αθήνας. Μεγάλα πεζοδρόμια, όμορφες κούνιες, θαλασσινός αέρας, καθαρός ουρανός.
Πώς προέκυψε στη ζωή σου η συγγραφή; Ήταν μια ανάγκη, μια διέξοδος δημιουργικότητας, ένας τρόπος να ξεχωρίσεις μέσα από τις σκέψεις σου;
Από μικρή έγραφα ημερολόγια, όλα αυτά που σου είπα υπάρχουν καταγεγραμμένα στα άπειρα ημερολόγια που ακόμα κρατάω στο πατρικό μου. Ναι, ήταν μια διέξοδος το γράψιμο για να εκφραστώ, όμως δεν είχα ποτέ συνειδητοποιήσει ότι έχω κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο. Πίστευα ότι όλοι έτσι κάνουν. Επίσης διάβαζα μανιωδώς λογοτεχνικά βιβλία, η οικογένειά μου μου είχε μεταδώσει την αγάπη της για τα βιβλία.
Ο άντρας μου, όταν διαπίστωσε ότι συνεχώς γράφω και διαβάζω, μου πρότεινε να πάω να κάνω σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Και κάπως έτσι διαπίστωσα πόσο μου αρέσει να δημιουργώ ιστορίες. Έθεσα στόχο να γράψω το πρώτο μου μυθιστόρημα και μόλις το ολοκλήρωσα το έστειλα στις εκδόσεις Ψυχογιός, όταν το διάβασαν αμέσως μου πρότειναν συνεργασία και κάπως έτσι το προσωπικό ταξίδι μου στην λογοτεχνία ξεκίνησε.
Οι ήρωές σου κινούνται συχνά στη Γλυφάδα – μια επιλογή που δείχνει πως η πόλη γίνεται σχεδόν «χαρακτήρας» στα βιβλία. Τι προσφέρει αυτό το σκηνικό στη μυθοπλασία σου και γιατί επιλέγεις να τους τοποθετείς εκεί;
Εχω ως τώρα γράψει τρία μυθιστορήματα. «Όλα όσα ψιθυρίσαμε», εκδόσεις Ψυχογιος 2021, «Επικίνδυνη», εκδόσεις Ψυχογιος 2022 και «Αποπλάνηση», εκδόσεις Κάκτος 2024. Και στα τρία μου βιβλία -αλλά και στο τέταρτο που γράφω τώρα- κάποιος από τους κεντρικούς μου ήρωες ζει στη Γλυφάδα. Ο λόγος που το κάνω είναι επειδή αγαπώ την περιοχή που μεγάλωσα και τη γνωρίζω στον απόλυτο βαθμό. Φυσικά σημαντικός παράγοντας είναι ότι η Γλυφαδα έχει χαρακτήρα, έχει ατμόσφαιρα. Ειδικά στο τρίτο μου βιβλίο, Αποπλάνηση, θα έλεγα ότι παίζει σχεδόν πρωταγωνιστικό ρόλο γιατί συγκλονιστικά γεγονότα συμβαίνουν ανάμεσα στους πρωταγωνιστές μου με φόντο τη Γλυφάδα.
Είχες αποφασίσει, αρχικά, να υπογράφεις τα βιβλία σου με ψευδώνυμο, όμως πλέον έχεις προχωρήσει από αυτήν την επιλογή υπογράφοντας με το πραγματικό σου όνομα. Πώς πήρες αυτήν την απόφαση; Εκ των υστέρων πιστεύεις πως το να υπογράφεις με ψευδώνυμο ήταν η σωστή πρώτη επιλογή;
Ήταν μια απόφαση που σκέφτηκα πολύ. Όμως, χαίρομαι που τελικά την πήρα και παρουσιάστηκα στα δύο πρώτα μου βιβλία με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο «Μαρία Μαρσέλου». Ήθελα ο κόσμος να μη γνωρίζει ποιος κρύβεται από πίσω· επιθυμούσα μια δίκαιη κριτική για τα πνευματικά μου παιδιά. Δεν ήθελα οι αναγνώστες να σκεφτούν: «Είναι η αδελφή της Δήμητρας, έβαλε μέσο για να εκδοθούν, σιγά μη το διαβάσουμε» ή, ακόμα χειρότερα: «Αφού τόσα χρόνια τη γνωρίζουμε με διαφορετική ιδιότητα, τα βιβλία της δεν θα αξίζουν».
Επιπλέον, μόλις είχα φέρει στον κόσμο τον λατρεμένο μου γιο, τον Ραφαέλλο. Ήμουν λεχώνα, μια εξαιρετικά ευαίσθητη περίοδος για εμένα, ήθελα να αποστασιοποιηθώ από την πίεση που θα μου προκαλούσε όλη αυτή η κατάσταση. Σε αυτό το σημείο, θέλω να πω με ειλικρίνεια πως δεν χρησιμοποίησα ποτέ κανένα μέσο. Ακολούθησα όλες τις τυπικές διαδικασίες που ακολουθούν όλοι οι επίδοξοι συγγραφείς. Αλλωστε στον κόσμο των βιβλίων υπάρχει αξιοκρατία. Ήθελα τα βιβλία μου να διαβαστούν με αντικειμενικότητα, χωρίς στερεοτυπικές σκέψεις, και έτσι επέλεξα τον δύσκολο δρόμο της ανωνυμίας. Και λέω «δύσκολο» γιατί αυτό σήμαινε πως δεν έλεγα σε κανέναν πέρα από τον στενό μου κύκλο, τι κάνω. Δεν υπήρξε διαφήμιση, δεν έγιναν παρουσιάσεις ή συνεντεύξεις, ούτε είχα παρουσία σε εκθέσεις βιβλίου. Τολμώ, λοιπόν, να πω πως κατέκτησα το αναγνωστικό κοινό. Και έτσι, έχοντας κερδίσει την αγάπη τους για τα βιβλία μου -κάτι που τόσο πολύ επιθυμούσα- αποφάσισα να αποκαλυφθώ στο τρίτο μου βιβλίο, «Αποπλάνηση», και ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου τους αναγνώστες μου, τους αγαπώ πολύ!