Το Σχολείο τότε και τώρα, όπως το βλέπει το ΔΕΣ

Η Ευαγγελία Καρβούνα, Διευθύντρια του Δημοτικού του ΔΕΣ, μας μεταφέρει στο σχολείο του «τότε», αντιπαραθέτοντας το σήμερα, με τα υπέρ και τα κατά του. Πώς ένιωθε ένα παιδί σε μια σχολική αίθουσα τις προηγούμενες δεκαετίες, πώς μετακινήθηκαν τα όρια και ποια είναι η ισορροπία ανάμεσα στην ελευθερία και τον σεβασμό;
- 16/06/2025
- Κείμενο: Αλεξία Ζερβούδη
- Φωτογραφίες: Ιωάννα Μορφινού
Δασκάλα Δημοτικού, καθηγήτρια Γερμανικών και Διευθύντρια στο Διαδραστικό Ευρωπαϊκό Σχολείο σήμερα, η κα Ευαγγελία Καρβούνα υπήρξε κάποτε μαθήτρια υψηλών απαιτήσεων, αφού οι γονείς της ήταν εκπαιδευτικοί. «Από τη Β’ Δημοτικού μέχρι τη ΣΤ’ Δημοτικού, είχα δάσκαλο τον πατέρα μου. Ήταν αυστηρός ως δάσκαλος και δεν ήθελα να τον απογοητεύω. Η αλήθεια όμως είναι, πως ως γονείς, δεν χρειάστηκε ποτέ να με πιέσουν να διαβάσω. Στο σπίτι μας δεν γινόταν αναφορά στα διαβάσματα, ο ρόλος γονέα και εκπαιδευτικού ήταν απόλυτα διαχωρισμένος», σχολιάζει η ίδια.
Ρωτήσαμε φυσικά τη Δρ. Μπίλη Κωνσταντάρα, ιδρύτρια του σχολείου, για το πώς η κα Ευαγγελία Καρβούνα επιλέχθηκε στη θέση της Διευθύντριας Δημοτικού του ΔΕΣ,: «Όταν γνώρισα την Ευαγγελία, η πρώτη μου σκέψη ήταν: Πόσο νέα – και όμως με τόση εμπειρία και τόσο πλούσιο ακαδημαϊκό υπόβαθρο. Δεν άργησα να νιώσω ένα βαθύ αίσθημα οικειότητας· ήταν σαν να μιλούσα με έναν άνθρωπο που συμμερίζεται απόλυτα τις ίδιες ανησυχίες και το ίδιο πάθος για την εκπαίδευση. Η Ευαγγελία δεν είναι απλώς διευθύντρια – είναι συνοδοιπόρος σε ένα κοινό όραμα: μια παιδεία που εξελίσσεται, που σέβεται το παιδί, που ενεργοποιεί τον νου και την καρδιά. Δεν είναι τυχαία η θέση της· είναι αποτέλεσμα πίστης, εμπιστοσύνης και της σπάνιας ικανότητάς της να συνδυάζει τη θεωρία με την πράξη, το όνειρο με το σχέδιο».
Όταν τη ρωτήσαμε, πώς είναι η κα Καρβούνα ως άνθρωπος, πέραν της επαγγελματικής της ιδιότητας, η Δρ. Κωνσταντάρα χαμογέλασε. «Είναι ευθύς και αυθεντικός άνθρωπος, γεμάτη ενέργεια, φρεσκάδα και έμπνευση. Επίσης, είναι δημιουργική, οργανωτική, ανεξάρτητη, με ξεκάθαρες αρχές – μια παιδαγωγός με όραμα, όχι μόνο για το σχολείο αλλά για την ίδια τη ζωή. Τελικά, αυτό που εκτιμώ περισσότερο είναι ότι, μαζί της, νιώθεις ότι μπορείς να πας μπροστά. Όχι επειδή πρέπει, αλλά επειδή σε εμπνέει».
Δίνοντας και πάλι τη σκυτάλη στην κα Ευαγγελία Καρβούνα, είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για το πώς αισθάνονταν μαθητές και γονείς για το σχολείο στο παρελθόν και πώς, ως εκπαιδευτικός, αντιλαμβάνεται τις αλλαγές στο σήμερα.
Πώς ήταν η σχολική τάξη παλαιότερα και πώς είναι σήμερα;
Η σχολική αίθουσα πριν από 20-30 χρόνια ήταν χώρος αυστηρής πειθαρχίας και συγκέντρωσης. Ο δάσκαλος ήταν αυθεντία, η φωνή του αδιαμφισβήτητη. Οι μαθητές είχαν κυρίως παθητικό ρόλο – άκουγαν και απομνημόνευαν. Δεν ήταν σύνηθες να μιλήσουν ή να εκφράσουν αμφιβολίες. Οι κανόνες ήταν ξεκάθαροι και η τιμωρία εύκολη για όσους παραβίαζαν το πλαίσιο. Αυτό διαμόρφωνε μια ατμόσφαιρα σιωπής αλλά και ασφάλειας, καθώς το πλαίσιο ήταν σαφές και τα όρια ξεκάθαρα.
Σήμερα, η τάξη είναι περισσότερο «ζωντανή», ανοιχτή στην ερώτηση και στη συζήτηση. Ο δάσκαλος δεν είναι απλώς μεταδιδωτής γνώσεων αλλά και εμψυχωτής, συντονιστής, διευκολυντής της μάθησης. Τα παιδιά ενθαρρύνονται να εκφράζονται, να συνεργάζονται και να αναπτύσσουν κριτική σκέψη. Ωστόσο, η μεγαλύτερη ελευθερία συχνά φέρνει και προκλήσεις πειθαρχίας, καθώς τα όρια είναι λιγότερο αυστηρά και η τάξη πιο δυναμική. Το στοίχημα είναι να βρεθεί η ισορροπία ανάμεσα στην ελευθερία και τον σεβασμό, κάτι που απαιτεί συνεχή προσπάθεια και επικοινωνία.
Πόσο επηρέασε τη δική σας επαγγελματική πορεία και την προσέγγισή σας στην εκπαίδευση το γεγονός ότι οι γονείς σας ήταν εκπαιδευτικοί; Πιστεύετε ότι αυτό σας έδωσε μια διαφορετική οπτική για τον ρόλο του σχολείου και των εκπαιδευτικών;
Το ότι προέρχομαι από μια οικογένεια εκπαιδευτικών σημαίνει πως η εκπαίδευση ήταν πάντα παρούσα στη ζωή μου με έναν πολύ ζωντανό και αυθεντικό τρόπο. Δεν ήταν απλώς ένα επάγγελμα που άκουγα να αναφέρεται στο σπίτι, αλλά μια καθημερινή πραγματικότητα με τις χαρές και τις δυσκολίες της, που μοιράζονταν ανοιχτά και χωρίς φίλτρα.
Αυτό το πλαίσιο μού έδωσε την ευκαιρία να κατανοήσω από νωρίς πόσο σύνθετος και απαιτητικός είναι ο ρόλος του εκπαιδευτικού – δεν είναι μόνο η μετάδοση γνώσεων, αλλά και η διαχείριση συναισθημάτων, η οικοδόμηση σχέσεων, η διαρκής ενημέρωση και προσαρμογή στα νέα δεδομένα. Είδα πώς το σχολείο λειτουργεί ως ένας ζωντανός οργανισμός που χρειάζεται συνεργασία, υπομονή και επιμονή.
Παράλληλα, η οικογένειά μου με έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο σημαντικός είναι ο σεβασμός προς τον εκπαιδευτικό θεσμό, αλλά και η ανάγκη για συνεχή εξέλιξη και προσαρμογή, ειδικά σε μια εποχή που η κοινωνία και η τεχνολογία αλλάζουν διαρκώς. Η δική μου επιλογή να ακολουθήσω τον δρόμο της εκπαίδευσης δεν ήταν απλώς μια επαγγελματική απόφαση, αλλά μια φυσική συνέχεια μιας παράδοσης και ενός τρόπου ζωής που έχω βιώσει μέσα από τους γονείς μου.
Αυτή η βαθιά σχέση με τον χώρο της εκπαίδευσης με βοηθάει καθημερινά να αντιμετωπίζω το σχολείο ως κοινότητα και όχι απλά ως χώρο διδασκαλίας, με στόχο να συμβάλλω ουσιαστικά στη διαμόρφωση ολοκληρωμένων ανθρώπων.
Οι γονείς παλαιότερα και οι γονείς σήμερα: Με ποιον τρόπο μετακινήθηκε η θέση τους σε σχέση με την εκπαίδευση των παιδιών;
Στο παρελθόν, η σχέση ανάμεσα στους γονείς και το σχολείο ήταν συχνά καθαρά θεσμική και περισσότερο αυστηρή. Οι γονείς εμπιστεύονταν πλήρως τον ρόλο του δασκάλου και του σχολείου ως φορέα γνώσης και διαπαιδαγώγησης. Ο εκπαιδευτικός ήταν το αυθεντικό πρόσωπο με την εξειδικευμένη γνώση και το κύρος, και οι γονείς αποδέχονταν τις αποφάσεις του, χωρίς να τις αμφισβητούν δημόσια. Αυτό δεν σήμαινε ότι οι γονείς δεν νοιάζονταν ή δεν ήθελαν να εμπλακούν, αλλά ο ρόλος τους ήταν κυρίως υποστηρικτικός και διακριτικός, π.χ. ενθάρρυναν τα παιδιά να κάνουν τα μαθήματά τους στο σπίτι και στήριζαν τις προσπάθειες του σχολείου με εμπιστοσύνη.
Αντίθετα, σήμερα, η εικόνα έχει αλλάξει σημαντικά. Οι γονείς είναι πολύ πιο ενημερωμένοι, έχουν μεγαλύτερη διάθεση συμμετοχής και απαιτούν να έχουν φωνή στην εκπαίδευση των παιδιών τους. Αυτό είναι θετικό από πολλές πλευρές, καθώς ενισχύει τη συνεργασία και τη σύνδεση σχολείου-οικογένειας. Ωστόσο, αυτή η αυξημένη συμμετοχή κάποιες φορές μετατρέπεται σε υπερβολική παρέμβαση, όπου οι γονείς αμφισβητούν αποφάσεις των εκπαιδευτικών, ζητούν εξατομικευμένες αλλαγές ή ακόμα και «παρακάμπτουν» τους θεσμούς για να εξυπηρετήσουν τα παιδιά τους. Σε κάποιες περιπτώσεις, η επικοινωνία γίνεται έντονη ή ακόμα και συγκρουσιακή, προκαλώντας πίεση στο σχολείο και δυσκολίες στη διαχείριση της τάξης.
Αυτή η μεταβολή οφείλεται σε πολλούς παράγοντες: την ευρύτερη πρόσβαση στην πληροφορία, το διαδίκτυο που φέρνει τους γονείς πιο κοντά στην εκπαιδευτική πραγματικότητα, αλλά και την κοινωνική εξέλιξη όπου η γονεϊκή συμμετοχή θεωρείται δικαίωμα και όχι απλώς υποχρέωση. Ωστόσο, αυτή η αλλαγή συχνά δυσκολεύει το έργο του εκπαιδευτικού, που πλέον καλείται όχι μόνο να διδάξει αλλά και να διαχειριστεί μια πιο απαιτητική και συχνά συγκρουσιακή σχέση με τους γονείς.
Επιπλέον, υπάρχει και η ψυχολογική διάσταση. Στο παρελθόν οι γονείς ήταν πιο επιφυλακτικοί στην έκφραση των ανησυχιών τους προς το σχολείο, ενώ σήμερα εκδηλώνουν άμεσα τις ανησυχίες ή τις διαφωνίες τους, κάτι που δημιουργεί μεγαλύτερη πίεση, αλλά και δυνατότητα άμεσης αντιμετώπισης προβλημάτων.
Σε αυτήν την περίοδο μετάβασης, το σημαντικότερο είναι να βρεθεί μια ισορροπία, στο να υπάρχει σεβασμός στον θεσμικό ρόλο του σχολείου και των εκπαιδευτικών, παράλληλα με έναν ανοικτό, ειλικρινή και εποικοδομητικό διάλογο με τους γονείς. Ο σεβασμός και η εμπιστοσύνη είναι οι βάσεις για μια συνεργασία που θα βοηθήσει πραγματικά το παιδί, αντί να προκαλεί σύγχυση ή αντιπαραθέσεις. Συνολικά, η πρόκληση είναι πώς θα συνδυάσουμε την αυξημένη συμμετοχή των γονέων με την ανάγκη για σεβασμό στους εκπαιδευτικούς θεσμούς, ώστε όλοι να κινούνται προς τον κοινό στόχο: την καλύτερη εκπαίδευση και ανατροφή των παιδιών.
Είναι τα παιδιά σήμερα πιο δύσκολα ή απλώς πιο εκφραστικά;
Η γενιά σήμερα έχει μεγαλώσει σε έναν κόσμο με πολύ διαφορετικά ερεθίσματα. Η τεχνολογία, η πληροφόρηση, αλλά και οι αλλαγές στο οικογενειακό περιβάλλον και στις κοινωνικές αξίες έχουν διαμορφώσει πιο εκφραστικά, πιο αυτόνομα παιδιά. Δεν είναι ότι είναι πιο δύσκολα, αλλά έχουν άλλα αιτήματα. Τα παιδιά του σήμερα ζητούν να κατανοήσουν το «γιατί» πίσω από ό,τι κάνουν, δεν αρκούνται στην απλή υπακοή.
Ταυτόχρονα, η αυξημένη έκθεση σε ερεθίσματα και η γρήγορη πληροφόρηση μπορεί να κάνει τη συγκέντρωση και την υπομονή πιο δύσκολες. Αυτό ίσως ερμηνεύεται λανθασμένα ως «δύσκολη συμπεριφορά». Πλέον τα παιδιά εκφράζουν πιο έντονα τα συναισθήματά τους, δεν φοβούνται να πουν τη γνώμη τους και να αμφισβητήσουν, κάτι που παλιά θεωρούνταν ανάρμοστο ή και απειλητικό.
Άρα, είναι περισσότερο ζήτημα προσαρμογής του σχολείου και των εκπαιδευτικών σε αυτές τις νέες ανάγκες, με υπομονή και κατανόηση, παρά αυστηρής καταστολής. Αν καταλάβουμε αυτή την εκφραστικότητα ως δύναμη και ευκαιρία για διάλογο, τότε το σχολείο γίνεται χώρος ανάπτυξης κριτικής σκέψης και κοινωνικών δεξιοτήτων.
Συχνά ακούμε ότι «παλιά υπήρχε σεβασμός προς τον δάσκαλο». Ήταν αληθινά σεβασμός, ή τελικά ήταν φόβος; Πιστεύετε ότι έχει χαθεί ο σεβασμός σήμερα;
Πράγματι παλαιότερα ο δάσκαλος ενέπνεε σεβασμό, και πράγματι πολλές φορές ήταν συνδεδεμένος με φόβο. Ο φόβος της τιμωρίας ή της απόρριψης ήταν βασικός μηχανισμός διατήρησης της τάξης. Ο δάσκαλος ήταν αυθεντία που δεν συζητιόταν και η πειθαρχία είχε προτεραιότητα πάνω από την ελεύθερη έκφραση.
Αυτός ο φόβος σίγουρα κρατούσε την τάξη σε «τάξη», αλλά παράλληλα εμπόδιζε τη δημιουργικότητα και τη στενή επικοινωνία. Ο σεβασμός που σήμερα επιδιώκουμε είναι πιο ουσιαστικός, βασισμένος στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και το ενδιαφέρον, και όχι σε μια σχέση εξουσίας. Ο καλός δάσκαλος πλέον κερδίζει τον σεβασμό μέσα από το παράδειγμά του, τη δικαιοσύνη, την κατανόηση και την ανοιχτή επικοινωνία, όχι μέσω του φόβου.
Κατά πόσο έχει επηρεάσει το μάθημα εισβολή της τεχνολογίας στη ζωή των μαθητών;
Η τεχνολογία έχει αλλάξει δραστικά το τοπίο της εκπαίδευσης. Παλαιότερα, το μάθημα στηριζόταν σε χαρτί, βιβλία, μαυροπίνακα και φυσικά στη φωνή και την παρουσία του δασκάλου. Οι δυνατότητες ήταν περιορισμένες και η μετάδοση της γνώσης μονοδιάστατη. Σήμερα, έχουμε πρόσβαση σε πολυμέσα, διαδραστικούς πίνακες, εκπαιδευτικές πλατφόρμες, διαδικτυακούς πόρους και τεχνητή νοημοσύνη που μπορούν να προσαρμόσουν το μάθημα στις ανάγκες κάθε μαθητή. Η μάθηση μπορεί να γίνει πιο ενδιαφέρουσα, διαδραστική και εξατομικευμένη. Παράλληλα, δίνεται η ευκαιρία για συνεργασία πέρα από τα γεωγραφικά όρια. Ωστόσο, η τεχνολογία είναι εργαλείο και όχι αυτοσκοπός. Χρειάζεται σωστή χρήση και εκπαίδευση, καθώς υπάρχει ο κίνδυνος απόσπασης της προσοχής ή υπερφόρτωσης πληροφοριών. Ο δάσκαλος παραμένει απαραίτητος ως οδηγός, κριτής και εμπνευστής.
Μιλώντας για τεχνολογία, δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε τα εργαλεία ΑΙ. Υπάρχει ασφαλής τρόπος να χρησιμοποιηθούν στην εκπαίδευση ή θεωρείτε ότι είναι κάτι που απειλεί την κριτική σκέψη;
Τα εργαλεία Τεχνητής Νοημοσύνης (ΑΙ) χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο, τόσο από τους μαθητές όσο και από τους εκπαιδευτικούς, αν και η έκταση και ο τρόπος χρήσης τους διαφέρει σημαντικά ανάλογα με το σχολείο, την ηλικία των παιδιών και την εξοικείωση των δασκάλων με την τεχνολογία.
Εάν χρησιμοποιηθούν σωστά, τα εργαλεία ΑΙ μπορούν να γίνουν πολύτιμοι βοηθοί, αφού ενισχύουν την εξατομικευμένη μάθηση, βοηθούν στην ανατροφοδότηση και υποστηρίζουν τη δημιουργικότητα με νέους τρόπους (π.χ. δημιουργία ιδεών, οπτικοποίηση). Ωστόσο, υπάρχει κίνδυνος αν χρησιμοποιούνται υπερβολικά ή απρόσεκτα, καθώς μπορεί πράγματι να περιορίσουν την κριτική σκέψη και την προσπάθεια των μαθητών, που είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη δεξιοτήτων έρευνας και δημιουργίας.
Το κλειδί είναι η σωστή καθοδήγηση, δηλαδή να μάθουμε τα παιδιά να βλέπουν την ΑΙ ως εργαλείο που συμπληρώνει και υποστηρίζει την προσπάθειά τους, όχι ως υποκατάστατο. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να αξιοποιήσουμε τα οφέλη της τεχνολογίας χωρίς να χάσουμε την ουσία της μάθησης.
Στο ΔΕΣ, από το όνομά του και μόνο, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο σημαντική είναι η διάδραση. Πως βλέπετε αυτό το στοιχείο στο ευρύτερο πλαίσιο της εκπαίδευσης; Υπάρχει πρόοδος;
Ναι, σίγουρα. Η διάδραση στην τάξη έχει εξελιχθεί πολύ τα τελευταία χρόνια και έχει γίνει κομβικό στοιχείο της σύγχρονης εκπαίδευσης. Παλαιότερα, οι μαθητές ήταν πιο παθητικοί αποδέκτες της γνώσης. Πλέον, η ενεργή συμμετοχή των μαθητών θεωρείται απαραίτητη για την ουσιαστική μάθηση. Στο δικό μας σχολείο, η διάδραση ήταν στόχος από την αρχή της λειτουργίας μας, αλλά είναι θετικό ότι πολλά σχολεία ακολούθησαν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Στο ΔΕΣ, τα μέσα και οι μέθοδοι διδασκαλίας έχουν προσαρμοστεί ώστε να ενθαρρύνουν την αλληλεπίδραση: συζητήσεις, ομαδικές εργασίες, χρήση τεχνολογίας (π.χ. διαδραστικοί πίνακες, ψηφιακές πλατφόρμες), ερωτήσεις-απαντήσεις, παιχνίδια γνώσης, ακόμα και διαμορφωμένες συζητήσεις μέσα στην τάξη. Η διάδραση κάνει το μάθημα πιο ζωντανό, βοηθά στην καλύτερη κατανόηση και κρατά το ενδιαφέρον των μαθητών σε υψηλά επίπεδα.
Πως φαντάζεστε το σχολείο του αύριο;
Φαντάζομαι ένα σχολείο που θα συνδυάζει την τεχνολογία με τον ανθρωπισμό, τη γνώση με την ενσυναίσθηση. Έναν χώρο ανοιχτό, φωτεινό και ζωντανό, όπου τα παιδιά θα μαθαίνουν μέσα από την πράξη, την παρατήρηση και τη συνεργασία. Όπου η έρευνα, η δημιουργία και η προσωπική έκφραση θα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας.
Το σχολείο του αύριο είναι – σε μεγάλο βαθμό – το σχολείο που ήδη οραματιζόμαστε και οικοδομούμε καθημερινά στο Διαδραστικό Ευρωπαϊκό Σχολείο. Ένα σχολείο που βλέπει το παιδί ως πρόσωπο, που ενθαρρύνει την αυτενέργεια, την κριτική σκέψη και τη συναισθηματική νοημοσύνη. Που δεν εγκλωβίζεται σε στερεότυπα, αλλά ανοίγεται στην κοινωνία, στη διαφορετικότητα και στην καινοτομία.
Το φαντάζομαι ως έναν κοινό τόπο για μαθητές, εκπαιδευτικούς και γονείς – μια κοινότητα μάθησης, κατανόησης και σεβασμού. Ένα περιβάλλον στο οποίο κάθε παιδί νιώθει ότι ανήκει, εξελίσσεται με τον δικό του ρυθμό και προετοιμάζεται να γίνει ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος, ικανός να ανταποκριθεί στις προκλήσεις του κόσμου που αλλάζει.
Το όραμα αυτό δεν είναι μακρινό. Στο ΔΕΣ, το χτίζουμε κάθε μέρα, με πίστη, προσπάθεια και πάθος.